Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

ΤΟ "ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ" ΚΑΙ ΤΟ "ΨΕΥΔΟ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ"

ΟΙ "ΨΕΥΔΟ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ" ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟΙ ΠΟΛΛΟΙ!



Με χαρά προβαίνουμε στην ανάρτηση μιάς σειράς σκέψεων του αγαπητού μας φίλου Α. Χ, Δρος της Θεολογίας, τις οποίες θεωρήσαμε πολύ αξιόλογες. Στον καιρό των θερινών διακοπών, όπου ὀλοι μας προσπαθούμε να χαλαρώσουμε, μπορούμε νά βρούμε με την ευκαιρία για στοχασμο καί ωριμώτερες σκέψεις. Το κείμενο που ακολουθεί μας περέχει πολλές αφορμές.


Καλάβρυτα, 24 Ιουλίου 2008


----------------------------------------------------------





ΤΟ "ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ" ΚΑΙ ΤΟ "ΨΕΥΔΟ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ"


Πολλές συζητήσεις γίνονται στίς ἡμέρες μας γιά διάφορα θέματα στά ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει διαφορετική ἄποψη ἀπό ἐκείνη τήν ὁποία ἀκολουθοῦν ὡρισμένοι συνάνθρωποί μας. Ἡ διαφορετικότητα τῆς γνώμης ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο χαρακτηριστικό μιᾶς δημοκρατικῆς συμβιώσεως σέ μιά κοινωνία καί στήν ἐποχή μας δικαιολογεῖται ἡ ἔκφραση ἀκόμη καί ἀκραίων θέσεων. Ἡ ἔκφραση ὅμως μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπόψεως γιά κάποια κοινωνική συμπεριφορά προκαλεῖ «σάλο» ὄχι τόσο ὅσον ἀφορᾶ στήν ἄποψη αὐτήν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά ἐπειδή ἐνοχλεῖ αὐτούς πού θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ἐμπίπτουν στήν περίπτωση πού ἀναφέρεται. Καί, περιέργως, τόν «σάλο» αὐτό τόν ἐγείρουν καί τόν τροφοδοτοῦν ἄτομα πού ἐκμεταλλεύονται κάθε γεγονός γιά δικούς τους ἐπαγγελματικούς, ἰδεολογικούς ἤ προσωπικούς λόγους.
Κάτι ὅμως τό ὁποῖο δέν λαμβάνεται καθόλου ἤ ἐλάχιστα ὑπ’ ὅψη εἶναι ὅτι ἡ Χριστιανική διδασκαλία, ὅπως καί κάθε ἄλλη θρησκευτική διδασκαλία, ἔχει ἕνα συγκεκριμένο σκοπό: τήν πνευματική καί ἠθική πρόοδο τῶν ἀνθρώπων, τήν «πραγματική» καί ὄχι τήν ψευδεπίγραφη «πρόοδο» πού ἐπικαλοῦνται πολλοί στήν ἐποχή μας, μόνο καί μόνο γιά νά δικαιολογήσουν τήν ὅποια περίεργη συμπεριφορά τους, πού συνήθως ξεκινάει ἀπό συμπλέγματα κάθε εἴδους.
Ἡ Χριστιανική διδασκαλία ἤ ὅπως «περιφρονητικά», κατά τήν γνώμη τους, τήν ἀποκαλοῦν «διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας», ἀπευθύνεται σέ ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦν νά τήν ἀκολουθήσουν («Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν...» ἐκήρυξε ὁ Χριστός) καί δέν ἐπιβάλλεται σέ κανένα. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἠθικό περιεχόμενο καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει τήν ὑποχρέωση νά τήν διδάξει καί νά τήν διαδώσει παντοῦ, ἀλλά δέν τήν ἐπιβάλλει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σχολεῖο» πού διδάσκει τήν ἠθική τήν ὁποία ἐκήρυξε ὁ Χριστός καί ὅποιος θέλει τήν ἀκολουθεῖ. Καί τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε Ἐπίσκοπος εἶναι ὑποχρεωμένος νά τήν βροντοφωνεῖ, ἐπειδή, ὅπως συνέστησε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του Τιμόθεο τόν ὁποῖο «κατέστησε» στήν Ἔφεσο Ἐπίσκοπο: «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β’ Τιμ. 2,9).
Ἀντιθέτως, ἐκεῖνοι πού διαφωνοῦν μέ τίς ἀπόψεις πού ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία, προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν τήν γνώμη τους καί τίς συμπεριφορές τους σέ ὅλους τούς ἄλλους εἴτε συμφωνοῦν μ’ αὐτές εἴτε ὄχι. Καί δέν περιορίζονται σ’ αὐτό, ἀλλά καταφέρονται καί κατά τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας λέγοντας ὅτι εἶναι «παρωχημένη», «ὀπισθοδρομική», «μεσαιωνική» καί χρειάζεται «ἀλλαγή», νά συμμορφωθῆ δηλαδή μέ τήν ὅποια ἄποψη ἤ συμπεριφορά τους.
Ἄν ἐξετάσουμε τήν περίπτωσή τους, θά δοῦμε ὅτι στήν πραγματικότητα ἡ ὅλη αὐτή «ἀντιδραστική» συμπεριφορά τους δέν ὀφείλεται στό τί κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά στό τί πράττουν οἱ ἴδιοι. Ἀκολουθῶντας κάποια κοινωνική συμπεριφορά ἤ ζῶντας μέ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο, φαίνεται ὅτι ἐνοχλοῦνται καί οἱ ἴδιοι ἀπό αὐτό πού κάνουν, ἀπό τόν τρόπο πού ζοῦν, καί, ὑποσυνείδητα ἤ ἐνσυνείδητα, γιά νά μήν ἐνοχλοῦνται προσπαθοῦν νά «νομιμοποιήσουν» τήν συμπεριφορά τους, ὥστε ὅλα νά ἔχουν καλῶς.
Ἡ λογική τους αὐτή, ὅτι π.χ. ἐφ’ ὅσον στήν ἐποχή μας ὅλοι ἔχουν προγαμιαῖες ἤ ἐξωσυζυγικές σχέσεις (χωρίς νά ἐξετάζονται οἱ ἐπιπτώσεις τους στήν διατήρηση τῆς οἰκογένειας), ἄρα πρέπει νά «νομιμοποιηθοῦν», ὁδηγεῖ στήν διατύπωση τῆς ἀπορίας: ἐφ’ ὅσον στήν ἐποχή μας εἶναι τόσο διαδεδομένα ἡ φοροδιαφυγή, ἡ κλοπή ὁποιασδήποτε μορφῆς, ὁ φόνος καί τόσα ἄλλα ἀδικήματα, γιατί δέν ὑψώνουν τήν φωνή τους γιά τήν «νομιμοποίηση» καί τῆς φοροδιαφυγῆς, τῆς κλοπῆς καί τοῦ φόνου, ἀφοῦ ὑπάρχουν τόσο πολλοί ἀνθρωποι πού διαπράττουν τίς πράξεις αὐτές; Πιθανόν οἱ πράξεις αὐτές δέν τούς ἐνοχλοῦν, ἐπειδή ἀναφέρονται γενικῶς στήν κοινωνία καί ὄχι σ’ αὐτούς τούς ἴδιους καί στίς συμπεριφορές τους. Καί ἀσφαλῶς δέν θά πρέπει νά μᾶς παραξενέψη ἐάν κάποια ἡμέρα διεκδικήσουν τήν «νομιμοποίησή» τους οἱ φοροδιαφεύγοντες, οἱ κλέπτες, οἱ δολοφόνοι κ.λ.π., μέ μόνη αἰτιολογία ὅτι ὑπάρχουν πολλοί πού διαπράττουν τις πράξεις αὐτές!
Τό ἀστεῖο εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ προσπάθειες βρίσκουν «συμπαραστάτες» ὄχι μόνο πολλούς, συνήθως «ἄσχετους», δημοσιογράφους (γιά νά κάνουν τήν δουλειά τους καί νά ἔχουν τηλεθέαση), ἀλλά καί πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς ποσῶς ἐνδιαφέρονται νά διορθώσουν τά τυχόν κακῶς κείμενα, ἀλλά τό μόνο πού ἐπιδιώκουν εἶναι, ἐμφανιζόμενοι ἀπό τηλεοράσεως, νά ἐξασφαλίσουν ὅσο τό δυνατόν περισσότερους ψήφους.
Καί τό πιό ἀστεῖο εἶναι ὅταν βλέπει κανείς στήν τηλεόραση πολιτικούς ἤ ἄλλους, πού ἀποδεδειγμένα δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τήν Χριστιανική Ἐκκλησία καί τό Ὀρθόδοξο βίωμά της, νά ἐκφράζουν τήν γνώμη τους ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀλλαγές πού πρέπει νά γίνουν στήν «διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ», μέ καθαρά πολιτικούς ὅρους καί μέ κύρια αἰτιολογία τό ὅτι: στήν ἐποχή μας πολλοί δέν συμφωνοῦν μ’ αὐτή. Μπορεῖτε ὅμως νά φαντασθεῖτε τί θά γινόταν ἐάν κάποιος Ἐπίσκοπος ἔκρινε ἀπό τηλεοράσεως κάποιο πολιτικό κόμμα καί πρότεινε ἀλλαγές στό πολιτικό πρόγραμμά του, ἐπειδή ὁ ἴδιος ἤ καί πολλοί ἄλλοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτό! Ὅλοι μποροῦν νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν τήν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει ἐλεύθερα ὄχι μόνο τήν ἄποψή της ἀλλ’ οὔτε τήν διδασκαλία της, ἐπειδή «ἐνοχλεῖ» τούς γνωστούς «μερικούς».
Καί, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι πού ὑπηρετοῦν τήν πολιτική, σέ ὁποιοδήποτε κόμμα καί ἄν ἀνήκουν, κατέχονται ἀπό σύμπλεγμα ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο τοῦ «νεο-πλουτισμοῦ». Μόλις ἐκλεγοῦν βουλευτές θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ἀμέσως ἔγιναν «κάτι, ὅτι ἔγιναν γνῶστες τῶν πάντων, ὅτι ἔχουν γνώμη γιά τά πάντα, ὅσο ἄσχετοι καί ἄν εἶναι καί ὅσο καί ἄν γελοιοποιοῦνται (ἐπειδή δέν διαθέτουν τό «γνῶθι σαυτόν») ἀκόμη καί ἀπό τηλεοράσεως μέ τίς «δηλώσεις» πού νομίζουν ὅτι πρέπει (ἤ ἐπιδιώκουν) νά κάνουν σέ κάθε περίπτωση ἤ τίς «ψευδο-προοδευτικές» ἀπόψεις πού ἐκφράζουν, τίς ὁποῖες μάλιστα καί «νομιμοποιοῦν» μόλις ἔχουν τήν ἐξουσία ἤ τούς δοθῆ ἤ εὐκαιρία μέ τό πρόσχημα τῆς «λύσεως» κάποιου κοινωνικοῦ προβλήματος, χωρίς νά λαμβάνεται τίποτε ἄλλο ὑπ’ ὄψη παρά μόνο τό μελλοντικό ἐκλογικό συμφέρον. Δυστυχῶς, ἡ «εὐκαιριακή» πολιτική εἶναι καί αὐτή σημεῖο τῶν καιρῶν μας, πολύ διαδεδομένο μάλιστα.
Ἀπό Χριστιανικῆς ἀπόψεως τό ὅλο πρόβλημα τίθεται σέ ἄλλη βάση μέ πολύ περισσότερο ἀνθρωπιστικό χαρακτῆρα ἀπό ἐκεῖνο πού περιέχουν οἱ διάφορες δῆθεν «λύσεις». Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν διδασκαλία της τήν ὁποία, ὅσο αὐστηρή καί ἄν φαίνεται, δέν προσπαθεῖ νά τήν ἐπιβάλη σέ κανένα. Τἠν παρουσιάζει, τήν συνιστᾶ καί δέν ἀποκλείει κανένα ἀπό αὐτήν. Ἐπί πλέον, κανένα δέν τιμωρεῖ γιά τήν μή τήρηση της, ἀλλά δέχεται τόν καθένα πού εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπὀ αὐτή καί ἐπιστρέφει ἀναγνωρίζωντας τό σφάλμα του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ μία ἀπό τίς «Περί Μετανοίας» ὁμιλίες του (Μ. 49, 336) δείχνει ἀκριβῶς πῶς ἔχουν τἀ πράγματα. Λέγει ὅτι, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἔχει τό ὄνειδος καί ἡ μετάνοια τήν παρρησία, ὁ ἄνθρωπος κατάντησε νά ντρέπεται γιά τήν μετάνοια καί νά καμαρώνη γιά τήν ἁμαρτία. Καί τοῦτο εἶναι ἔργο ἐκείνων πού ἀντιμάχονται τήν Χριστιανική διδασκαλία, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἐξαπατήσουν τόν ἄνθρωπο ἀντιστρέφουν τήν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἡ πρακτική αὐτή ἐφαρμόζεται ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας καί σ’ αὐτήν βασίζεται ἡ γενικώτερη «ψευδο-προοδευτική» προσπάθεια καταπολεμήσεως τῶν θρησκευτικῶν καί ἠθικῶν διδασκαλιῶν μέ τόν χαρακτηρισμό τους ὡς «ὀπισθοδρομικῶν» καί «παρωχημένων». Γι’ αὐτό ἀκριβῶς γίνεται καί ἐκτεταμένη προσπάθεια, μέσῳ καί δημοσίων ἀκόμη Ἀρχῶν, νά προστατευθοῦν τά δικαιώματα τῶν κλεπτῶν, τῶν ἐγκληματῶν κ.λ.π. σέ βάρος τῶν θυμάτων τῶν πράξεων αὐτῶν, ἐν ὀνόματι κάποιου δῆθεν «δικαιώματος».
Ἡ Χριστιανική διδασκαλία εἶναι μιά αἰώνια ἀλήθεια πού δέν ἔχει ἀνάγκη κάποιας «ἀλλαγῆς» ἤ «βελτιώσεως». Σκοπός της εἶναι νά ἀνυψώση πνευματικά καί ἠθικά τόν ἄνθρωπο πού τό ἐπιθυμεῖ. Ὁ ἐγωκεντρικός ὅμως ἄνθρωπος δέν παραδέχεται ὅτι οἱ πράξεις του μπορεῖ νά εἶναι καί ἐσφαλμένες. Ὁ ἐγωισμός του δέν τόν ἀφήνει νά παραδεχθῆ ὅτι, πέραν τῶν συνηθειῶν ἤ ἀρχῶν πού πρεσβεύει ὡς ἄτομο, ὑπάρχουν καί ἄλλες πού ἔχουν γενικώτερη παγκόσμια ἀναγνώριση, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη «προστασίας» ἀπό ὁποιαδήποτε «Ἀνεξάρτητη Ἀρχή». Δέν χρειάζονται νά ἀλλάξουν οἱ γενικῶς παραδεδεγμένες ἀπό αἰώνων ἀξίες, ἀλλά χρειάζεται συναίσθηση ἀπό τό κάθε ἄτομο τῆς πραγματικῆς συμπεριφορᾶς του καί ἐπ’ οὐδενί λόγῳ προσπάθεια ἐπιβολῆς κάποιων συνηθειῶν, συμπεριφορῶν ἤ ἀπαιτήσεων «μερικῶν» στό κοινωνικό σύνολο, ἐπειδή αὐτοί οἱ «μερικοί» θέλουν νά αἰσθάνονται καλά σέ βάρος τῶν ἄλλων, τῶν πολλῶν, νοοτροπία εἰς τό ἔπακρον ἀντι-δημοκρατική. Καί εἶναι φανερό γιατί οἱ ὀλιγάριθμοι αὐτοί, πού συνήθως κόπτονται γιά «δημοκρατικές» λύσεις, δέν προτείνουν Δημοψήφισμα γιά τήν θέσπιση νόμων, ὅπως π.χ. γιά τόν πολιτικό γάμο, τό συμβόλαιο συμβιώσεως κ.λ.π., ἀλλά καταφεύγουν σέ ἄλλες «ψευδο-προοδευτικές» λύσεις, ἐπειδή ἀσφαλῶς φοβοῦνται τήν γενικώτερη ἀποδοκιμασία καί τήν πολιτική ἀποτυχία τους.
Ἡ Χριστιανική διδασκαλία προτείνει κάτι τό ἀληθινό, τό διαχρονικό καί σωτηριῶδες, τό πραγματικά «προοδευτικό», πού τό ἀκολουθεῖ «ὅστις θέλει ...». Καί τό ἀκολουθεῖ ἡ πλειονότης τῶν Ἑλλήνων. Ἀντιθέτως, οἱ ὀλιγάριθμοι «ψευδο-προοδευτικοί» ἀποβλέπουν στήν καθιέρωση μιᾶς «ἐλευθερωμένης» ἀπό κάθε ἀρχή ἡθικῆς κοινωνίας, τήν ὁποία προσπαθοῦν νά «νομιμοποιήσουν» καί νά ἐπιβάλουν μέ κάθε μέσο στούς πολλούς, βασιζόμενοι τίς δικές τους «ψευδο-προοδευτικές» ἰδέες, πού ἔχουν ἀπό καιρό χρεωκοπήσει, καί τίς δικές τους «περίεργες» προσωπικές ἐπιλογές.

Ἀνδρέας Στ. Χελιώτης, Δρ. Θ.