____Για την ωραιότητα του Παραδείσου ωμίλησε το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής, κατά τη διάρκεια του Κατανυκτικού Εσπερινού, ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. π. Ιερώνυμος Κάρμας, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγ. Σπηλαίου.
Παραθέτουμε την ομιλία σαν ένα ερέθισμα για να σκεπτώμαστε την χαμένη Πατρίδα, τον Ουρανό, τόν Παράδεισο, το δρόμο της οποίας ἀνοιξε ο δι ημάς Σταυρωθείς καί Αναστάς Χριστός, ο Σωτήρ του κόσμου.
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Καθαρή Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου 2009
********
«Εκάθησεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδήρετο. Οίμοι, τον απάτην πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα και δόξης μακρυνθέντα! οίμοι, τον απλότητι γυμνόν, νυν δε ηπορημένον! Αλλ’ ω Παράδεισε, ουκέτι σου της τρυφής απολ-αύσω, ουκέτι όψομαι τον Κύριον και Θεόν μου και Πλάστην, εις γην γαρ απελεύσομαι, εξ’ής και προσελήφθην».
Στην υμνογραφία της Κυριακής της Τυροφάγου η της Τυρινής όπως αποκαλείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αναφέρεται το πρώτο θλιβερό γεγονός, που έγινε όταν άρχισε η ζωή στη γη, με την έξωση δηλαδή των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος περιγράφεται ακόμα όχι μόνο ο πόνος και τα δάκρυα του Αδάμ ο οποίος καθήμενος απέναντι του παραδείσου έκλαιε και ωδήρετο γι’ αυτό που έχασε από την ανυπακοή του στο θέλημα του Θεού, αλλά σκιαγραφείται με τα κατανυκτικότερα τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνολογίας μας και ο πόνος ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους.
Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παρά-δεισο την γλυκύτητα της θεϊκής αγάπης. Μετά την έξωσή του όμως από αυτόν για το αμάρτημά του, εγκαταλελειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεο».
Δεν πονούσε τόσο και δεν μετάνοιωνε, επειδή έχασε την Εδέμ και το κάλλος της, όσο εστενοχωρείτο για την απώλεια της θείας αγάπης η οποία ελκύει την ψυχή στο Θεο. Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ γιατί η γη δεν του έδινε χαρά. Νοσταλγούσε το Θεο κι εφώναζε: «Διψά η ψυχή μου τον Κυριο και Τον αναζητώ με δάκρυα. Πως να μην Τον ζητώ; Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τούς εχθρούς. Τωρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι᾽αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κυριο μέχρι θανάτου. Ελέησόν με ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».
Μέ δέος άκουγε όλη η έρημος τούς στεναγμούς του. Τα ζώα και τα πουλιά σιωπούσαν από θλίψη. Κι ο Αδάμ οδυρόταν κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπό του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γη, γιατί με το αμάρτημά του στερή-θηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη του Θεού.
Εμείς οι Χριστιανοί Σεβασμιώτατε Πάτερ, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί, για να έχουμε μια πρώτη γεύση παρηγοριάς, ενθυμούμεθα τον Απόστολο Παύλο ο οποίος λέγει:«ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ' 14).
Μια από τις υποσχέσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού την οποία έδωσε στούς αγίους Μαθητές και Αποστόλους Του ήταν: «Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε» (Ιωάν. ιδ' 2-3).
Ο Ίδιος ο Κυριος προσευχόμενος, ζητεί από τον επ-ουράνιο Θεο και Πατέρα Του: «Θελω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ᾽ εμού ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιωάν. ιζ' 24).
Την ωραιότητα του Παραδείσου είδε και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος οδηγηθείς πρώτα έως τρίτου ουρανού και από αυτόν πάλι στον Παράδεισο ανέβη σε μυστικώτατους πνευματικούς χώρους και αποκαλύψεις βαθύτερες της υπερ-ουσίου Θεότητος. Ο θείος και Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε τον μακάριον αυτόν τόπον της αιωνίου καταπαύσεώς μας, τον Παράδεισο, και τον περιγράφει στα κεφάλαια κα' και κβ' της Αποκαλύψεως. Άκουσε δε ο απόστολος της αγάπης από του στόματος του Θεού ότι: «ο νικών κληρονομήσει ταύτα» (Αποκ. κα' 7). Αυτή την κληρονομία θα καλέσει ο Κυριος να λάβουν οι δίκαιοι, όταν θα στραφεί προς αυτούς λέγων: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (δηλ. «την ετοιμασμένη για σας από τον καιρό της δημιουργίας») (Ματθ. κε' 34).
Αυτά όλα είναι τελείως άγνωστα στο νου του ανθρώπου και άρρητα στον λόγο, και δεν είναι δυνατόν στον καθένα μας να τα δεχθή και τα καταλάβη, αν δεν βγη ο άνθρωπος από την ανθρώπινη φυσική ευτέλεια και εάν δεν ανεβή στα υπέρ φύση με την άρρητο δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Για να μιλήσουμε λοιπόν περί του Παραδείσου θα καταφύγουμε στις εμπειρίες των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αξιώθηκαν όπως ο Παύλος ακόμα και από αυτήν εδώ την ζωή να μπουν στον Παράδεισο και να γευθούν την χαρά και την ειρήνη του. Από τα κεκρυμ-μένα πλούτη, από τούς αιωνίους θησαυρούς της Πατρικής θείας αγάπης, επέλεξα να παρουσιάσω στην αγάπη Σας την χαρά που θα δώσει στους ανθρώπους η κατάκτηση του Παραδείσου. Και από αυτήν την γνώση και την εμπειρία των Πατέρων μας, σκόπος μας είναι να αυξηθεί ο πόθος και η επιθυμία όλων μας, να γίνoυμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών τα οποία η χρηστότητα του Θεού Πατρός ετοίμασε για τούς αληθινά αγαπώντας Αυτόν.
α. Πρώτο και υπέρτατο λοιπόν αγαθό και πλούτος αδαπάνητος στον Παράδεισο είναι η ένωση του Θεού με τα πλάσματά Του. Αυτός επομένως είναι ο ύψιστος και ατίμητος θησαυρός του Παραδείσου. Ο υπεράπειρος εν Τριάδι Θεός, μέσα σε ένα υπερχείλισμα της απείρου αγάπης Του προσ-φέρεται στούς ανθρώπους μέσα σ’ αυτόν. Αυτός είναι η Βασιλεία των ουρανών. Αυτός είναι η αιώνιος ζωη. Το βεβαιώνει ο Ίδιος ο Κυριος μας στην συγκλονιστική Αρχι-ερατική Προσευχή Του στην οποία λέγει: «το να γνωρίζουν οι άνθρωποι δια της ενώσεώς των μαζί Σου, Εσένα τον μόνον αληθινόν Θεόν και Εμένα, τον Ιησούν Χριστόν, που Εσύ έστειλες εις τον κόσμον». (Ιωάν. ιζ'). Ναι, αυτή είναι η πραγματική θεία Κοινωνία και ο ατίμητος θησαυρός του Παραδείσου η γνώση και η επίγνωση του Θεού.
Τα νηπτικά συγγράμματα των Οσίων Πατέρων μας είναι κατάσπαρτα από θαυμαστές περιγραφές αυτής της ενθέου καταστάσεως των ανθρώπων, την οποία αποδίδουν με πολλούς χαρακτηρισμούς και ονόματα και ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός σε όλους μας είναι «η θεώσις». Αν κάποιος δεν έχη γευθή το θείο αυτό μυστήριο της ενώσεως με τον Θεό, γιατί όχι ακόμα και από την γη, είναι αδύνατο και να το φαντασθεί και να το εννοήσει και να το περιγράψει. Παραμένει πάντως μέσα στην ψυχή όλων μας η πιο μεγάλη επιθυμία, ο πιο καυτός πόθος το «συν Θεώ είναι».
β. Δεύτερος πλούτος, και κάλλος αμήχανο, και θείο αγαθό και θησαυρός ανεκτίμητος, είναι ότι θα μπορούμε να βλέπουμε την δόξα του Θεού. Η θεωρία της δόξης του Θεού, για την οποία ακούσαμε τον Κυριο μας να προσεύχεται, ώστε να δοθή αυτή στούς δικούς Του μαθητές, κάνει μακάριους τούς πιστούς κατά τον ιερόν Αυγουστίνον ο οποίος λέγει: «Μακάριος έσομαι ει γένωμαι εν τω την σην δόξαν οράν».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει διευκρινιστικώς τα εξής: «Έχομεν λάβει την υπόσχεσιν ότι θα Τον γνωρίσωμεν κάποτε όσον μας εγνώρισε. Αν δεν είναι δυνατόν ν᾽ αποκτήσω εδώ την τελείαν γνώσιν των όντων, τι μου λείπει; Τι ελπίζω; Την βασιλείαν των ουρανών, θα ειπής οπωσδήποτε. Νομίζω, δε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά να κατορθώση κανείς να συναντήση το καθαρώτατον και τελειότατον. Τελειότατον δε των όντων η γνώσις του Θεού». (Λογος Κ' «Περί δόγματος και καταστάσεως Επισκόπων» § 12.)
Ο κορυφαίος των Αποστόλων Πετρος για μια στιγμή έζησε την μακαριότητα την πλήρη ευτυχία «του συν Θεώ είναι» επάνω στο όρος Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωση του Κυρίου μας. Έζησε δηλαδή από αυτήν εδώ την ζωή την γλυκύτητα της ενώσεώς του με τον Θεό και από αυτή την γλυκύτητα εμέθυσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιφρονήση κάθε άλλη γήϊνη ομορφιά και να ομολογήση «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι».
γ. Τρίτη δόσις αγαθή και τερπνότης στον Παράδεισο είναι, ότι οι άνθρωποι θα είναι όμοιοι και ίσοι με τούς Αγγέλους –δεν θα διαφέρουμε σε τίποτα από τους αγγέλους στον Παράδεισο. Θα είμαστε παιδιά του Θεού, καθώς είπε ο Κυριος μας ότι οι άνθρωποι στον Παράδεισο θα «είναι ίσοι προς τούς Αγγέλους και θα είναι υιοί του Θεού, εφ᾽ όσον είναι συμμέτοχοι της Αναστάσεως».(Λουκά κ' 36). Και όχι μόνον η μετά των Αγ-γέλων ένωση, αλλά και η μεταξύ των πιστών ένωση και κοινωνία είναι μία ακόμη θεσπέσια δωρεά του Θεού στούς πιστούς.
Στον Παράδεισο θα ζουν οι άνθρωποι και θα ευρίσκονται στην πανευφρόσυνη εκείνη κατάσταση, όπου ο κάθε πιστός - λόγω της ενώσεώς του με τον Θεο - θα είναι ένας ισχυρός, ένας πανίσχυρος μαγνήτης αγάπης. Εξόχως ομιλεί και πάλι για την τιμή αυτή ο θείος Παύλος - «το στόμα του Χριστού» κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος αναφέρει ότι: «ουκέτι εστέ ξένοι... αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εβρ. β' 20).
δ. Τεταρτον κάλλος Παραδείσιον είναι η απόλαυση πάντων των αγαθών, αλλά και η βασιλική τιμή, που θα απολαμβάνουν οι ενωμένοι με τον Θεο πιστοί. Τοση και τέτοια δόξα ενώπιον της οποίας όλες οι δόξες και οι τιμές αυτού του κόσμου δεν αποτελούν παρά σκια, ένα φευγαλέο όνειρο.
Δυο πράγματα δείχνουν την μεγαλειότητα και την βασιλική τιμή του Παραδείσου: - αφ᾽ ενός μεν όταν σκεφθούμε, ότι μία σταγόνα αυτής της δόξας και της παρουσίας του Θεού μπορεί να διαλύσει την δυστυχία και την ταλαιπωρία της κολάσεως και να εξαφανίση δια παντός τον διάβολο και τους αγγέλους αυτού. Μόνο και μία σταγόνα αρκεί. Από αυτό και μόνο αναλογισθήτε τον πλούτο της παραδεισένιας ευτυχίας, την ευτυχία που θα νιώθουμε όταν ζούμε μέσα στον παράδεισο στον οποίο θα βλέπουμε και θα επικοινωνούμε με τον Θεό και Πατέρα μας. Τόσο μεγάλη θα είναι η βασιλική τιμή, ώστε οι Δικαιοι θα λάμψουν ως ο ήλιος. Η δε λάμψη αυτών θα είναι άδυτος στην ανέσπερο εκείνη ημέρα της θείας βασιλείας.
Και ποίοι θα είναι οι αιώνιοι θησαυροί του Παραδείσου που θα κερδίσουν οι άνθρωποι μέσα στον Παράδεισο. Μα τι άλλο από τους παναρμόνιους χορούς των Αγγέλων και όλων των επουρανίων δυνάμεων, τους θεσπέσιους χορούς των Αγίων, των Αποστόλων, των Προφητών, των Πατριαρχών, των Μαρτύρων, των Ιεραρχών, των Οσίων, και οι Ψυχές των Δικαίων. Όλοι θα συγκροτούν μία χοροστασία και θα υμνούν τον Κυριο, τον Παντοκράτορα Θεο, την Παναγία Τριάδα.
Αφ᾽ ετέρου δε, όταν επίσης σκεφθούμε ότι όσοι δεν μπορέσουν να απολαύσουν τον ακένωτο πλούτο της θείας δόξης θα λυπούνται τόσο, ώστε να είναι αδύνατον να παρηγορηθούν. Θα είναι απαρηγόρητοι και απελπισμένοι έστω και εάν υποθέσουμε ότι όλη η κτίση έσπευδε για να τους παρηγορήσει. Στον παράδεισο αγαπητοί μου αδελφοί, η ζωη θα είναι μόνο ζωη, χωρίς θάνατο. Η χαρά θα είναι μόνο χαρά, χωρίς λύπη. Η ημέρα θα είναι μόνο ημέρα, χωρίς νύκτα. Η ευτυχία θα είναι μόνο ευτυχία, χωρίς δυστυχία, και τέλος τα καλά θα είναι μόνο καλά, χωρίς κανένα κακό. Γι’αυτό είπε ο ιερός Αυγουστίνος: «ευτυχής είναι εκείνος που έχει πάντα όσα θέλει και δεν θέλει τίποτε φαύλον».
ε. Άλλη ακένωτος πηγή χαράς και αδαπάνητος πλούτος είναι η ανακαίνηση της υπάρξεώς μας. Ο Απόστολος Παύλος μας διευκρινίζει: «Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητά και ποτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά, που χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον». (Ρωμ. ιδ' 17). Σε εκείνη την ζωη δεν θα εισέλθουμε όπως στην παρούσα, με ασθένεια και αδυναμία, έχοντες ανάγκη από τροφή και ενδύματα. Καινούργοι, νέοι, αλλιώτικοι, διαφορετικοί θα εισέλθουμε στην βασιλεία του Θεού. Ανακαινισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, γεννημένοι απ᾽ Αυτό, θα είμεθα σε κατάσταση υπάρξεως ασυγκρίτως ανωτέρα από αυτή στην οποία ευρισκόμεθα τώρα. Οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματός μας θα έχουν δοξασθή. Η καρδιά δεν θα είναι τόσο στενόχωρος γιατί στον Παράδεισο θα συμβαίνει αυτό, η καρδιά θα δέχεται συγχρόνως ηδονή από κάθε αγαθό και από όλα τα αγαθά. Ενώ τώρα εδώ στην γη περιορισμένη δέχεται την ηδονή, γι’ αυτό και ο σημερινός άνθρωπος ζητά καθημερινά κάτι περισσσότερο για να τον κάνει ευτυχισμένο και χαρούμενο. Δεν γεμίζει η καρδιά του από ευτυχία και γαλήνη με όσα αγαθά και όσες γήϊνες ανέσεις και εάν έχει. Η καρδία μας στον Παράδεισο δυναμωμένη από το φως της θείας δόξης θα εξαπλωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δέχεται το πλήρωμα της χαράς του Κυρίου, όπως την υπεσχέθη ο ίδιος ο Κύριος μας: «ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη, και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιωάν. ιε' 11). Ο νους μας επίσης δεν θα είναι τόσο στενός, όπως στην παρούσα ζωη και κατάσταση, ψηλαφώντας μόνο τα πράγματα, αλλά θα μπορούμε να προσεγγίζουμε την ουσία των πραγμάτων και των όρων. Λαμβάνωντας ο νους μας δύναμη από το άπειρο εκείνο και φυσικό φως του Θεού, τόσο θα πλατυνθή ο νους μας στην θεωρία των θείων προσόντων και ενεργειών του Θεού, ώστε να γίνει και αυτός άναρχος και ατελεύτητος και άπειρος - κατά χάριν - καθώς είναι άναρχος και ατελεύτητος και άπειρος -κατά φύσιν-, ο Θεός.
Σε αυτήν την ατέλειωτη χαρά θα συμμετέχει ο άνθρωπος και με την ψυχή του και με το σώμα του. Αυτή τη δόξα του αφθαρτοποιημένου σώματός μας περιγράφει και κηρύσσει ο ίδιος ο Απόστολος στο πιο ένδοξο κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης, στο ιε' κεφάλαιο της Α' Επιστολής προς τούς Κορινθίους, ο οποίος γράφει: «ο πρώτος άνθρωπος επλάσθηκε από την γη, γήϊνος. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κυριος, είναι από τον ουρανόν. Όπως ήτο εκείνος ο γήϊνος άνθρωπος, τέτοιοι είναι και οι γήϊνοι, και όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι. Και όπως εφορέσαμεν την εικόνα του γηΐνου, θα φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου». (Α' Κορ. ιε' 47- 49). Πολύ παραστατικά ο Άγιος Νικόδημος μας διευ-κολύνει να κατανοήσουμε αυτή τη θεία δόξα και ευπρέπεια, την οποία θα ενδυθεί το φθαρτό σώμα μας ο οποίος λέγει: «Θα είναι τόσον ωραίον, όπου θέλει καταισχύνει και αυτόν τον ήλιον και θέλει είναι τόσο φωτεινόν, όπου εάν θετέον ήθελες ευγάλει έξω από τον ουρανόν ένα σου χέρι δεδοξασμένον και να το δείξης εις τούς ανθρώπους με αυτό μόνον ήθελες δυνηθή να κάμης ημέραν εις όλον τον κόσμον». («Πνευματικά γυμνάσματα. Μελέτη ιη' § α' ). Τωρα ας συλλογισθούμε όλοι μας πόσον θα είναι δοξασμένη η ψυχή, η οποία πρόκειται να είναι όλη τεθεωμένη, όλη καταβυθισμένη μέσα στην άβυσσον των τελειοτήτων του Θεού. Όπως το σώμα μας είναι ενωμένο με την ψυχή, όπου και τα δύο μαζί συγκροτούν τον ένα άνθρωπο, έτσι θα είναι και η ψυχή μας ενωμένη με τον Θεο και δια μέσου της ψυχής θα είναι ενωμένο αναλόγως και το σώμα μας με τον Θεό. Και αντιστρόφως, τόσο θα είναι ενωμένος ο Θεός με την ψυχή, και δια της ψυχής με το σώμα μας, ώστε όπου μόνο ο Θεός να φαίνεται δια μέσου ψυχής και σώματος και όλα τα γνωριστικά σημάδια του σώματος, τα οποία γνωριστικά σημάδια είναι η σωματική φθορά και ο θάνατος, να νικηθούν από την υπερβολή της δόξης του Θεού. Παράδειγμα που μπορεί να απεικονήση αυτή την ένωσιν Θεού και ψυχής είναι αυτό: της φωτιάς και του σιδήρου. Στον Παράδεισο λοιπόν θα έχουμε όλα τ᾽ αγαθά αιωνίως.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν με όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, γιατί ο Αδάμ πορευόταν πάνω στη γη και δάκρυζε και με το νου συλλογιζόταν αδιάκοπα το Θεο. Κι όταν το ταλαι-πωρημένο του σώμα δεν είχε πια δάκρυα, τότε το πνεύμα του φλογιζόταν για το Θεο γιατί δεν μπορούσε να λησμονήσει τον Παράδεισο και την ωραιότητά του. Αγαπούσε όμως όλο και πιο πολύ το Θεο η ψυχή του Αδάμ και συνεχώς ορμούσε με τη δύναμη αυτής της αγάπης προς Αυτόν. Όταν χάνουμε κάτι πολύτιμο τότε αναλογιζόμαστε την αξία του και στενοχωριόμαστε γιατί το χάσαμε.
Πως όμως εξαγοράζονται όλα αυτά τα αγαθά του Παραδείσου; Ποίοι θα τα απολαύσουν; Πως θα ξανακερδίσουμε τον χαμένο παράδεισο του Αδάμ; Πως τα δάκρυά του και τα δάκρυα του ανθρωπίνου γένους εξαιτίας του χαμένου Παραδείου από δάκρυα λύπης θα μεταβληθούν σε δάκρυα χαράς;
Κατ᾽ αρχάς πρέπει να πω ότι ο Θεός ετοίμασε τα αγαθά και τα προσφέρει σε όλους τούς ανθρώπους. Για να απο-λαύσουν όμως οι άνθρωποι τα αγαθά του Θεού πρέπει να γνω-ρίζουν, ότι απαιτούνται ωρισμένες βασικές προϋποθέσεις. Η Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή έρχεται να μας υπενθυμίσει αυτές τις βασικές προϋποθέσεις και να μας διδάξει ποιό είναι το φρόνημα της Εκκλησίας μας εξ’αφορμής της πτώσεως του Αδάμ. Το φρόνημα, λοιπόν της Εκκλησίας μας είναι ασκητικό και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί για την συνειδητή παρουσία του ανθρώπου ως μέλους του μυστικού σώματος του Χριστού, χωρίς την ύπαρξη των ασκητικών διαθέσεων, προθέσεων και προϋποθέσεων της πνευματικής ζωής και της πρακτικής ασκητικής βιοτής. Τα δάκρυα και ο πόνος του Αδάμ αυτό αποδεικνύουν και αυτό μας διδάσκουν.
Γι’αυτό και οι θειοτάτοι Πατέρες ώρισαν την Κυριακή της Τυρινής να ενθυμούμεθα την εξορία του Αδάμ από τον Παράδεισο. Και ώρισαν αυτήν την τελευταία Κυριακή, πριν εισέλ-θουμεν στην Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή για να μάθουμε τι είχαμε και τι χάσαμε με την πτώση του Αδάμ αλλά και τι θα κερδίσουμε με την άσκηση και τον πνευματικό μας αγώνα.
«Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα είναι η διδασκαλία των πατέρων μας».
Στόν σημερινό χριστιανό όμως, άνθρωπο του καταναλωτικού και ευδαιμονιστικού αιώνος τούτου, υπάρχει ένα πνευματικό πρόβλημα, το οποίο έχει σχέση με τον τρόπο και με την διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας. Για τον σημερινό άνθρωπο ο ψαλμικός λόγος "δουλεύσατε τω Κυρίω μετ' ευφροσύνης", ηχεί παράξενα στη σκέψη του και στη συνείδησή του και όχι μόνο δεν υιοθετεί και δεν προβληματίζεται, πάνω στον θεϊκό αυτό λόγο, αλλά η κάθε απόπειρα ασκήσεως και αγωνιστικής πρακτικής τον κάνει να λυπάται, να γογγύζη, να αδημονή, να μην αισθάνεται άνετα και να φυγαδεύη την ειρήνη από την ψυχή του και την χαρά από την ζωη του. Τα στάδια τα οποία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο σε αυτή την χαρά της θεώσεως είναι τα εξής:
1. Πιστις στον Αληθινό Θεο (την Αγία Τριάδα) και στην Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
2. Συμμετοχή στα Μυστήρια και στην λατρεία του Θεού.
3. Πνευματικός αγώνας, δηλαδή να έχουμε ζωη ευσεβείας και αγιότητος.
4. Νά τηρούμε τις εντολές του Χριστού. Να κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού.
5. Νά διαβάζουμε την Αγία Γραφή, μην την ξεχνούμε την Αγία Γραφή είναι η διδασκαλία του Χριστού μας, καθώς να μελετούμε και άλλα πνευματικά βιβλία.
6. Νά απέχουμε από τα πάθη της αμαρτίας και να νεκρώνουμε τους εμπαθείς λογισμούς και επιθυμίες προς τους άλλους και προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι εμπαθείς λογισμοί και επιθυμίες όποιες και να είναι αυτές οδηγούν τον άνθρωπο στην τρέλλα και στα ψυχοφάρμακα.
7. Τέλος δε να έχουμε υπομονή στις θλίψεις και στούς πειρασμούς. Στή μέλλουσα ζωη, θα φτάσουν μόνον εκείνοι οι οποίοι απ' αυτήν εδώ την ζωη έμαθαν να αγωνίζονται και να υπομένουν με υπομονή και αγόγγυστα τους πειρασμούς και τις επιδρομές του διαβόλου. Είναι δεδομένη η υποσχέση του Χριστού μας στούς αγωνιστές της χάριτος: "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται".
Σεβασμιώτατε Πάτερ, σεβαστοί μου Πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί. Ο Αδάμ εδιώχθη από τον Παράδεισο γιατί δεν υπήκουσε στο θέλημα του Θεού. Ο Αδάμ έχασε τον Παράδεισο γιατί δεν εζήτησε συγγνώμη από τον Θεό. Η υπακοή λοιπόν και η συγγνώμη είναι αυτά τα οποία εάν τα κερδίσουμε με τον πνευματικό αγώνα μπορούμε να κερδίσουμε τον παράδεισο. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή που από αύριο αρχίζει έρχεται να μας υπενθυμίσει, ότι ο Παράδεισος περιμένει να γεμίσει με ανθρώπους πεπτωκότες αλλά αγωνιστές και μετανοούντες.
Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε η πνευματική αυτή περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής «τη αφάτω ευσπλαχνία του Χριστού μας της τρυφής του Παραδείσου καταξιώση πάντας ημάς ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος». Αμήν.
Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παρά-δεισο την γλυκύτητα της θεϊκής αγάπης. Μετά την έξωσή του όμως από αυτόν για το αμάρτημά του, εγκαταλελειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεο».
Δεν πονούσε τόσο και δεν μετάνοιωνε, επειδή έχασε την Εδέμ και το κάλλος της, όσο εστενοχωρείτο για την απώλεια της θείας αγάπης η οποία ελκύει την ψυχή στο Θεο. Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ γιατί η γη δεν του έδινε χαρά. Νοσταλγούσε το Θεο κι εφώναζε: «Διψά η ψυχή μου τον Κυριο και Τον αναζητώ με δάκρυα. Πως να μην Τον ζητώ; Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τούς εχθρούς. Τωρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι᾽αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κυριο μέχρι θανάτου. Ελέησόν με ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».
Μέ δέος άκουγε όλη η έρημος τούς στεναγμούς του. Τα ζώα και τα πουλιά σιωπούσαν από θλίψη. Κι ο Αδάμ οδυρόταν κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπό του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γη, γιατί με το αμάρτημά του στερή-θηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη του Θεού.
Εμείς οι Χριστιανοί Σεβασμιώτατε Πάτερ, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί, για να έχουμε μια πρώτη γεύση παρηγοριάς, ενθυμούμεθα τον Απόστολο Παύλο ο οποίος λέγει:«ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ' 14).
Μια από τις υποσχέσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού την οποία έδωσε στούς αγίους Μαθητές και Αποστόλους Του ήταν: «Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε» (Ιωάν. ιδ' 2-3).
Ο Ίδιος ο Κυριος προσευχόμενος, ζητεί από τον επ-ουράνιο Θεο και Πατέρα Του: «Θελω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ᾽ εμού ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιωάν. ιζ' 24).
Την ωραιότητα του Παραδείσου είδε και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος οδηγηθείς πρώτα έως τρίτου ουρανού και από αυτόν πάλι στον Παράδεισο ανέβη σε μυστικώτατους πνευματικούς χώρους και αποκαλύψεις βαθύτερες της υπερ-ουσίου Θεότητος. Ο θείος και Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε τον μακάριον αυτόν τόπον της αιωνίου καταπαύσεώς μας, τον Παράδεισο, και τον περιγράφει στα κεφάλαια κα' και κβ' της Αποκαλύψεως. Άκουσε δε ο απόστολος της αγάπης από του στόματος του Θεού ότι: «ο νικών κληρονομήσει ταύτα» (Αποκ. κα' 7). Αυτή την κληρονομία θα καλέσει ο Κυριος να λάβουν οι δίκαιοι, όταν θα στραφεί προς αυτούς λέγων: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (δηλ. «την ετοιμασμένη για σας από τον καιρό της δημιουργίας») (Ματθ. κε' 34).
Αυτά όλα είναι τελείως άγνωστα στο νου του ανθρώπου και άρρητα στον λόγο, και δεν είναι δυνατόν στον καθένα μας να τα δεχθή και τα καταλάβη, αν δεν βγη ο άνθρωπος από την ανθρώπινη φυσική ευτέλεια και εάν δεν ανεβή στα υπέρ φύση με την άρρητο δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Για να μιλήσουμε λοιπόν περί του Παραδείσου θα καταφύγουμε στις εμπειρίες των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αξιώθηκαν όπως ο Παύλος ακόμα και από αυτήν εδώ την ζωή να μπουν στον Παράδεισο και να γευθούν την χαρά και την ειρήνη του. Από τα κεκρυμ-μένα πλούτη, από τούς αιωνίους θησαυρούς της Πατρικής θείας αγάπης, επέλεξα να παρουσιάσω στην αγάπη Σας την χαρά που θα δώσει στους ανθρώπους η κατάκτηση του Παραδείσου. Και από αυτήν την γνώση και την εμπειρία των Πατέρων μας, σκόπος μας είναι να αυξηθεί ο πόθος και η επιθυμία όλων μας, να γίνoυμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών τα οποία η χρηστότητα του Θεού Πατρός ετοίμασε για τούς αληθινά αγαπώντας Αυτόν.
α. Πρώτο και υπέρτατο λοιπόν αγαθό και πλούτος αδαπάνητος στον Παράδεισο είναι η ένωση του Θεού με τα πλάσματά Του. Αυτός επομένως είναι ο ύψιστος και ατίμητος θησαυρός του Παραδείσου. Ο υπεράπειρος εν Τριάδι Θεός, μέσα σε ένα υπερχείλισμα της απείρου αγάπης Του προσ-φέρεται στούς ανθρώπους μέσα σ’ αυτόν. Αυτός είναι η Βασιλεία των ουρανών. Αυτός είναι η αιώνιος ζωη. Το βεβαιώνει ο Ίδιος ο Κυριος μας στην συγκλονιστική Αρχι-ερατική Προσευχή Του στην οποία λέγει: «το να γνωρίζουν οι άνθρωποι δια της ενώσεώς των μαζί Σου, Εσένα τον μόνον αληθινόν Θεόν και Εμένα, τον Ιησούν Χριστόν, που Εσύ έστειλες εις τον κόσμον». (Ιωάν. ιζ'). Ναι, αυτή είναι η πραγματική θεία Κοινωνία και ο ατίμητος θησαυρός του Παραδείσου η γνώση και η επίγνωση του Θεού.
Τα νηπτικά συγγράμματα των Οσίων Πατέρων μας είναι κατάσπαρτα από θαυμαστές περιγραφές αυτής της ενθέου καταστάσεως των ανθρώπων, την οποία αποδίδουν με πολλούς χαρακτηρισμούς και ονόματα και ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός σε όλους μας είναι «η θεώσις». Αν κάποιος δεν έχη γευθή το θείο αυτό μυστήριο της ενώσεως με τον Θεό, γιατί όχι ακόμα και από την γη, είναι αδύνατο και να το φαντασθεί και να το εννοήσει και να το περιγράψει. Παραμένει πάντως μέσα στην ψυχή όλων μας η πιο μεγάλη επιθυμία, ο πιο καυτός πόθος το «συν Θεώ είναι».
β. Δεύτερος πλούτος, και κάλλος αμήχανο, και θείο αγαθό και θησαυρός ανεκτίμητος, είναι ότι θα μπορούμε να βλέπουμε την δόξα του Θεού. Η θεωρία της δόξης του Θεού, για την οποία ακούσαμε τον Κυριο μας να προσεύχεται, ώστε να δοθή αυτή στούς δικούς Του μαθητές, κάνει μακάριους τούς πιστούς κατά τον ιερόν Αυγουστίνον ο οποίος λέγει: «Μακάριος έσομαι ει γένωμαι εν τω την σην δόξαν οράν».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει διευκρινιστικώς τα εξής: «Έχομεν λάβει την υπόσχεσιν ότι θα Τον γνωρίσωμεν κάποτε όσον μας εγνώρισε. Αν δεν είναι δυνατόν ν᾽ αποκτήσω εδώ την τελείαν γνώσιν των όντων, τι μου λείπει; Τι ελπίζω; Την βασιλείαν των ουρανών, θα ειπής οπωσδήποτε. Νομίζω, δε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά να κατορθώση κανείς να συναντήση το καθαρώτατον και τελειότατον. Τελειότατον δε των όντων η γνώσις του Θεού». (Λογος Κ' «Περί δόγματος και καταστάσεως Επισκόπων» § 12.)
Ο κορυφαίος των Αποστόλων Πετρος για μια στιγμή έζησε την μακαριότητα την πλήρη ευτυχία «του συν Θεώ είναι» επάνω στο όρος Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωση του Κυρίου μας. Έζησε δηλαδή από αυτήν εδώ την ζωή την γλυκύτητα της ενώσεώς του με τον Θεό και από αυτή την γλυκύτητα εμέθυσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιφρονήση κάθε άλλη γήϊνη ομορφιά και να ομολογήση «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι».
γ. Τρίτη δόσις αγαθή και τερπνότης στον Παράδεισο είναι, ότι οι άνθρωποι θα είναι όμοιοι και ίσοι με τούς Αγγέλους –δεν θα διαφέρουμε σε τίποτα από τους αγγέλους στον Παράδεισο. Θα είμαστε παιδιά του Θεού, καθώς είπε ο Κυριος μας ότι οι άνθρωποι στον Παράδεισο θα «είναι ίσοι προς τούς Αγγέλους και θα είναι υιοί του Θεού, εφ᾽ όσον είναι συμμέτοχοι της Αναστάσεως».(Λουκά κ' 36). Και όχι μόνον η μετά των Αγ-γέλων ένωση, αλλά και η μεταξύ των πιστών ένωση και κοινωνία είναι μία ακόμη θεσπέσια δωρεά του Θεού στούς πιστούς.
Στον Παράδεισο θα ζουν οι άνθρωποι και θα ευρίσκονται στην πανευφρόσυνη εκείνη κατάσταση, όπου ο κάθε πιστός - λόγω της ενώσεώς του με τον Θεο - θα είναι ένας ισχυρός, ένας πανίσχυρος μαγνήτης αγάπης. Εξόχως ομιλεί και πάλι για την τιμή αυτή ο θείος Παύλος - «το στόμα του Χριστού» κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος αναφέρει ότι: «ουκέτι εστέ ξένοι... αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εβρ. β' 20).
δ. Τεταρτον κάλλος Παραδείσιον είναι η απόλαυση πάντων των αγαθών, αλλά και η βασιλική τιμή, που θα απολαμβάνουν οι ενωμένοι με τον Θεο πιστοί. Τοση και τέτοια δόξα ενώπιον της οποίας όλες οι δόξες και οι τιμές αυτού του κόσμου δεν αποτελούν παρά σκια, ένα φευγαλέο όνειρο.
Δυο πράγματα δείχνουν την μεγαλειότητα και την βασιλική τιμή του Παραδείσου: - αφ᾽ ενός μεν όταν σκεφθούμε, ότι μία σταγόνα αυτής της δόξας και της παρουσίας του Θεού μπορεί να διαλύσει την δυστυχία και την ταλαιπωρία της κολάσεως και να εξαφανίση δια παντός τον διάβολο και τους αγγέλους αυτού. Μόνο και μία σταγόνα αρκεί. Από αυτό και μόνο αναλογισθήτε τον πλούτο της παραδεισένιας ευτυχίας, την ευτυχία που θα νιώθουμε όταν ζούμε μέσα στον παράδεισο στον οποίο θα βλέπουμε και θα επικοινωνούμε με τον Θεό και Πατέρα μας. Τόσο μεγάλη θα είναι η βασιλική τιμή, ώστε οι Δικαιοι θα λάμψουν ως ο ήλιος. Η δε λάμψη αυτών θα είναι άδυτος στην ανέσπερο εκείνη ημέρα της θείας βασιλείας.
Και ποίοι θα είναι οι αιώνιοι θησαυροί του Παραδείσου που θα κερδίσουν οι άνθρωποι μέσα στον Παράδεισο. Μα τι άλλο από τους παναρμόνιους χορούς των Αγγέλων και όλων των επουρανίων δυνάμεων, τους θεσπέσιους χορούς των Αγίων, των Αποστόλων, των Προφητών, των Πατριαρχών, των Μαρτύρων, των Ιεραρχών, των Οσίων, και οι Ψυχές των Δικαίων. Όλοι θα συγκροτούν μία χοροστασία και θα υμνούν τον Κυριο, τον Παντοκράτορα Θεο, την Παναγία Τριάδα.
Αφ᾽ ετέρου δε, όταν επίσης σκεφθούμε ότι όσοι δεν μπορέσουν να απολαύσουν τον ακένωτο πλούτο της θείας δόξης θα λυπούνται τόσο, ώστε να είναι αδύνατον να παρηγορηθούν. Θα είναι απαρηγόρητοι και απελπισμένοι έστω και εάν υποθέσουμε ότι όλη η κτίση έσπευδε για να τους παρηγορήσει. Στον παράδεισο αγαπητοί μου αδελφοί, η ζωη θα είναι μόνο ζωη, χωρίς θάνατο. Η χαρά θα είναι μόνο χαρά, χωρίς λύπη. Η ημέρα θα είναι μόνο ημέρα, χωρίς νύκτα. Η ευτυχία θα είναι μόνο ευτυχία, χωρίς δυστυχία, και τέλος τα καλά θα είναι μόνο καλά, χωρίς κανένα κακό. Γι’αυτό είπε ο ιερός Αυγουστίνος: «ευτυχής είναι εκείνος που έχει πάντα όσα θέλει και δεν θέλει τίποτε φαύλον».
ε. Άλλη ακένωτος πηγή χαράς και αδαπάνητος πλούτος είναι η ανακαίνηση της υπάρξεώς μας. Ο Απόστολος Παύλος μας διευκρινίζει: «Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητά και ποτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά, που χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον». (Ρωμ. ιδ' 17). Σε εκείνη την ζωη δεν θα εισέλθουμε όπως στην παρούσα, με ασθένεια και αδυναμία, έχοντες ανάγκη από τροφή και ενδύματα. Καινούργοι, νέοι, αλλιώτικοι, διαφορετικοί θα εισέλθουμε στην βασιλεία του Θεού. Ανακαινισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, γεννημένοι απ᾽ Αυτό, θα είμεθα σε κατάσταση υπάρξεως ασυγκρίτως ανωτέρα από αυτή στην οποία ευρισκόμεθα τώρα. Οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματός μας θα έχουν δοξασθή. Η καρδιά δεν θα είναι τόσο στενόχωρος γιατί στον Παράδεισο θα συμβαίνει αυτό, η καρδιά θα δέχεται συγχρόνως ηδονή από κάθε αγαθό και από όλα τα αγαθά. Ενώ τώρα εδώ στην γη περιορισμένη δέχεται την ηδονή, γι’ αυτό και ο σημερινός άνθρωπος ζητά καθημερινά κάτι περισσσότερο για να τον κάνει ευτυχισμένο και χαρούμενο. Δεν γεμίζει η καρδιά του από ευτυχία και γαλήνη με όσα αγαθά και όσες γήϊνες ανέσεις και εάν έχει. Η καρδία μας στον Παράδεισο δυναμωμένη από το φως της θείας δόξης θα εξαπλωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δέχεται το πλήρωμα της χαράς του Κυρίου, όπως την υπεσχέθη ο ίδιος ο Κύριος μας: «ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη, και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιωάν. ιε' 11). Ο νους μας επίσης δεν θα είναι τόσο στενός, όπως στην παρούσα ζωη και κατάσταση, ψηλαφώντας μόνο τα πράγματα, αλλά θα μπορούμε να προσεγγίζουμε την ουσία των πραγμάτων και των όρων. Λαμβάνωντας ο νους μας δύναμη από το άπειρο εκείνο και φυσικό φως του Θεού, τόσο θα πλατυνθή ο νους μας στην θεωρία των θείων προσόντων και ενεργειών του Θεού, ώστε να γίνει και αυτός άναρχος και ατελεύτητος και άπειρος - κατά χάριν - καθώς είναι άναρχος και ατελεύτητος και άπειρος -κατά φύσιν-, ο Θεός.
Σε αυτήν την ατέλειωτη χαρά θα συμμετέχει ο άνθρωπος και με την ψυχή του και με το σώμα του. Αυτή τη δόξα του αφθαρτοποιημένου σώματός μας περιγράφει και κηρύσσει ο ίδιος ο Απόστολος στο πιο ένδοξο κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης, στο ιε' κεφάλαιο της Α' Επιστολής προς τούς Κορινθίους, ο οποίος γράφει: «ο πρώτος άνθρωπος επλάσθηκε από την γη, γήϊνος. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κυριος, είναι από τον ουρανόν. Όπως ήτο εκείνος ο γήϊνος άνθρωπος, τέτοιοι είναι και οι γήϊνοι, και όπως είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι. Και όπως εφορέσαμεν την εικόνα του γηΐνου, θα φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου». (Α' Κορ. ιε' 47- 49). Πολύ παραστατικά ο Άγιος Νικόδημος μας διευ-κολύνει να κατανοήσουμε αυτή τη θεία δόξα και ευπρέπεια, την οποία θα ενδυθεί το φθαρτό σώμα μας ο οποίος λέγει: «Θα είναι τόσον ωραίον, όπου θέλει καταισχύνει και αυτόν τον ήλιον και θέλει είναι τόσο φωτεινόν, όπου εάν θετέον ήθελες ευγάλει έξω από τον ουρανόν ένα σου χέρι δεδοξασμένον και να το δείξης εις τούς ανθρώπους με αυτό μόνον ήθελες δυνηθή να κάμης ημέραν εις όλον τον κόσμον». («Πνευματικά γυμνάσματα. Μελέτη ιη' § α' ). Τωρα ας συλλογισθούμε όλοι μας πόσον θα είναι δοξασμένη η ψυχή, η οποία πρόκειται να είναι όλη τεθεωμένη, όλη καταβυθισμένη μέσα στην άβυσσον των τελειοτήτων του Θεού. Όπως το σώμα μας είναι ενωμένο με την ψυχή, όπου και τα δύο μαζί συγκροτούν τον ένα άνθρωπο, έτσι θα είναι και η ψυχή μας ενωμένη με τον Θεο και δια μέσου της ψυχής θα είναι ενωμένο αναλόγως και το σώμα μας με τον Θεό. Και αντιστρόφως, τόσο θα είναι ενωμένος ο Θεός με την ψυχή, και δια της ψυχής με το σώμα μας, ώστε όπου μόνο ο Θεός να φαίνεται δια μέσου ψυχής και σώματος και όλα τα γνωριστικά σημάδια του σώματος, τα οποία γνωριστικά σημάδια είναι η σωματική φθορά και ο θάνατος, να νικηθούν από την υπερβολή της δόξης του Θεού. Παράδειγμα που μπορεί να απεικονήση αυτή την ένωσιν Θεού και ψυχής είναι αυτό: της φωτιάς και του σιδήρου. Στον Παράδεισο λοιπόν θα έχουμε όλα τ᾽ αγαθά αιωνίως.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν με όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, γιατί ο Αδάμ πορευόταν πάνω στη γη και δάκρυζε και με το νου συλλογιζόταν αδιάκοπα το Θεο. Κι όταν το ταλαι-πωρημένο του σώμα δεν είχε πια δάκρυα, τότε το πνεύμα του φλογιζόταν για το Θεο γιατί δεν μπορούσε να λησμονήσει τον Παράδεισο και την ωραιότητά του. Αγαπούσε όμως όλο και πιο πολύ το Θεο η ψυχή του Αδάμ και συνεχώς ορμούσε με τη δύναμη αυτής της αγάπης προς Αυτόν. Όταν χάνουμε κάτι πολύτιμο τότε αναλογιζόμαστε την αξία του και στενοχωριόμαστε γιατί το χάσαμε.
Πως όμως εξαγοράζονται όλα αυτά τα αγαθά του Παραδείσου; Ποίοι θα τα απολαύσουν; Πως θα ξανακερδίσουμε τον χαμένο παράδεισο του Αδάμ; Πως τα δάκρυά του και τα δάκρυα του ανθρωπίνου γένους εξαιτίας του χαμένου Παραδείου από δάκρυα λύπης θα μεταβληθούν σε δάκρυα χαράς;
Κατ᾽ αρχάς πρέπει να πω ότι ο Θεός ετοίμασε τα αγαθά και τα προσφέρει σε όλους τούς ανθρώπους. Για να απο-λαύσουν όμως οι άνθρωποι τα αγαθά του Θεού πρέπει να γνω-ρίζουν, ότι απαιτούνται ωρισμένες βασικές προϋποθέσεις. Η Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή έρχεται να μας υπενθυμίσει αυτές τις βασικές προϋποθέσεις και να μας διδάξει ποιό είναι το φρόνημα της Εκκλησίας μας εξ’αφορμής της πτώσεως του Αδάμ. Το φρόνημα, λοιπόν της Εκκλησίας μας είναι ασκητικό και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί για την συνειδητή παρουσία του ανθρώπου ως μέλους του μυστικού σώματος του Χριστού, χωρίς την ύπαρξη των ασκητικών διαθέσεων, προθέσεων και προϋποθέσεων της πνευματικής ζωής και της πρακτικής ασκητικής βιοτής. Τα δάκρυα και ο πόνος του Αδάμ αυτό αποδεικνύουν και αυτό μας διδάσκουν.
Γι’αυτό και οι θειοτάτοι Πατέρες ώρισαν την Κυριακή της Τυρινής να ενθυμούμεθα την εξορία του Αδάμ από τον Παράδεισο. Και ώρισαν αυτήν την τελευταία Κυριακή, πριν εισέλ-θουμεν στην Αγία και Μ. Τεσσαρακοστή για να μάθουμε τι είχαμε και τι χάσαμε με την πτώση του Αδάμ αλλά και τι θα κερδίσουμε με την άσκηση και τον πνευματικό μας αγώνα.
«Δώσε αίμα και πάρε πνεύμα είναι η διδασκαλία των πατέρων μας».
Στόν σημερινό χριστιανό όμως, άνθρωπο του καταναλωτικού και ευδαιμονιστικού αιώνος τούτου, υπάρχει ένα πνευματικό πρόβλημα, το οποίο έχει σχέση με τον τρόπο και με την διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας. Για τον σημερινό άνθρωπο ο ψαλμικός λόγος "δουλεύσατε τω Κυρίω μετ' ευφροσύνης", ηχεί παράξενα στη σκέψη του και στη συνείδησή του και όχι μόνο δεν υιοθετεί και δεν προβληματίζεται, πάνω στον θεϊκό αυτό λόγο, αλλά η κάθε απόπειρα ασκήσεως και αγωνιστικής πρακτικής τον κάνει να λυπάται, να γογγύζη, να αδημονή, να μην αισθάνεται άνετα και να φυγαδεύη την ειρήνη από την ψυχή του και την χαρά από την ζωη του. Τα στάδια τα οποία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο σε αυτή την χαρά της θεώσεως είναι τα εξής:
1. Πιστις στον Αληθινό Θεο (την Αγία Τριάδα) και στην Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
2. Συμμετοχή στα Μυστήρια και στην λατρεία του Θεού.
3. Πνευματικός αγώνας, δηλαδή να έχουμε ζωη ευσεβείας και αγιότητος.
4. Νά τηρούμε τις εντολές του Χριστού. Να κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού.
5. Νά διαβάζουμε την Αγία Γραφή, μην την ξεχνούμε την Αγία Γραφή είναι η διδασκαλία του Χριστού μας, καθώς να μελετούμε και άλλα πνευματικά βιβλία.
6. Νά απέχουμε από τα πάθη της αμαρτίας και να νεκρώνουμε τους εμπαθείς λογισμούς και επιθυμίες προς τους άλλους και προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι εμπαθείς λογισμοί και επιθυμίες όποιες και να είναι αυτές οδηγούν τον άνθρωπο στην τρέλλα και στα ψυχοφάρμακα.
7. Τέλος δε να έχουμε υπομονή στις θλίψεις και στούς πειρασμούς. Στή μέλλουσα ζωη, θα φτάσουν μόνον εκείνοι οι οποίοι απ' αυτήν εδώ την ζωη έμαθαν να αγωνίζονται και να υπομένουν με υπομονή και αγόγγυστα τους πειρασμούς και τις επιδρομές του διαβόλου. Είναι δεδομένη η υποσχέση του Χριστού μας στούς αγωνιστές της χάριτος: "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται".
Σεβασμιώτατε Πάτερ, σεβαστοί μου Πατέρες και αγαπητοί μου αδελφοί. Ο Αδάμ εδιώχθη από τον Παράδεισο γιατί δεν υπήκουσε στο θέλημα του Θεού. Ο Αδάμ έχασε τον Παράδεισο γιατί δεν εζήτησε συγγνώμη από τον Θεό. Η υπακοή λοιπόν και η συγγνώμη είναι αυτά τα οποία εάν τα κερδίσουμε με τον πνευματικό αγώνα μπορούμε να κερδίσουμε τον παράδεισο. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή που από αύριο αρχίζει έρχεται να μας υπενθυμίσει, ότι ο Παράδεισος περιμένει να γεμίσει με ανθρώπους πεπτωκότες αλλά αγωνιστές και μετανοούντες.
Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε η πνευματική αυτή περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής «τη αφάτω ευσπλαχνία του Χριστού μας της τρυφής του Παραδείσου καταξιώση πάντας ημάς ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος». Αμήν.