Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ



Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ!
********
ΛΟΓΟΣ
ΤΗι ΑΓΙΑι ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗι ΠΑΡΑΣΚΕΥΗι

+ ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΕΡΝΙΤΣΗΣ (ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ)


Να αποθάνη ο Υιός του Θεού δια την σωτηρίαν του ανθρώπου, την οποίαν εδύνατο να την ενεργήση με κάθε τρόπον ως παντοδύναμος, αυτό είναι μία άκρα συγκατάβασις। Να αποθάνη με ένα θάνατον, συντροφιασμένον από τόσον όνειδος και από τόσον πάθος, εκεί όπου εδύνατο να αποθάνη με ένα θάνατον απλούν, χωρίς τόσον όνειδος και χωρίς τόσον πάθος, αυτό είναι μία άκρα υπομονή। Μα τάχα δια ποίον έδειξε την άκραν συγκατάβασιν; τάχα δια ποίον έλαβε ταύτην την άκραν υπομονήν; Δια τον άνθρωπον, όπου ήτον εχθρός· και αυτή είναι μία άκρα αγάπη.
Χριστιανοί, όταν ο Θεός ημών έπαθεν, εσταυρώθη και απέθανε δι᾽ ημάς, ημείς δεν τον εγνωρίζαμεν δια Θεόν· ημείς εβλασφημούσαμεν το όνομά του, ημείς εκαταπατούσαμεν τον νόμον του, ημείς ελατρεύαμεν άλλους θεούς, και περιπλέον ημείς δεν εκάναμεν καμμίαν αρετήν· μάλιστα ημείς ήμασθεν βυθισμένοι εις πάσαν κακίαν· και δια τούτο ημείς ήμασθεν άξιοι της οργής του, ένοχοι της αιωνίου κολάσεως, ως αμαρτωλοί «ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Να αποθάνη ο πατήρ δια τον υιόν η ο υιός δια τον πατέρα η ο συγγενής δια τον συγγενή, αυτό είναι πράγμα, όπου το επιζητεί η φύσις και ανάμεσα εις τους ανθρώπους έγεινε καμμίαν φοράν. Να αποθάνη δια τον φίλον αυτό είναι πράγμα, όπου το επιζητεί η φιλία, και σημάδι μιας αγάπης, της οποίας ομοία δεν ευρίσκεται, λέγει ο ίδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού»· και τοιαύτης φιλίας ευρίσκονται ανάμεσα εις τους ανθρώπους κάποια παραδείγματα. Μα να αποθάνη τινάς δια τον εχθρόν του, τούτο δεν επιζητεί ούτε η φύσις, ούτε η φιλία· τούτο ανάμεσα εις τους ανθρώπους ακόμη δεν έγεινε· τούτο το παράδειγμα δεν ηκούσθη ποτέ· μα τούτο γίνεται τούτο ακούεται μέσα εις την πίστιν ημών των χριστιανών, διατί ο Θεός απέθανε δια ημάς τους εχθρούς του· είναι μία αγάπη υπέρ φύσιν, υπέρ λόγον, υπέρ έννοιαν· αγάπη ιδία του Θεού· «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός (μαρτυρεί ο Παύλος), ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν». Αυτή είναι μία ευεργεσία, την οποίαν ημείς δεν ηθέλαμεν δυνηθή να ευχαριστήσωμεν αξίως, ανίσως και ένας από ημάς είχεν εκατόν ζωάς και δια αγάπην Χριστού παρέδιδε και τας εκατόν ζωάς εις θάνατον. Ανίσως και ημείς εζούσαμεν χιλίους χρόνους και δια αγάπην Χριστού εβαστάζαμεν εις όλους τους χιλίους χρόνους τον Σταυρόν. Τέλος πάντων, όσα ηθέλαμεν πάθη, τα επάσχαμεν δια τον ευεργέτην μας, ενώ όσα έπαθεν ο Χριστός, τα έπαθε δι᾽ ημάς, τους εχθρούς του. Και μ᾽ όλον τούτο, εις ανταμοιβήν δια την ζωήν, όπου έχασε, δεν ζητεί την ζωήν μας· δια το αίμα όπου έχυσε, δεν ζητεί το αίμά μας· ζητεί, δια την αγάπην όπου έδειξε, την αγάπην μας.
………………………………………………………………Και λοιπόν κάθε χρόνον εις τας εκκλησίας των χριστιανών θέλη γίνεται η ανάμνησις των παθών μου, ωσάν μία απλή ιστορία; Και θέλει παρρησιάζεται ο Σταυρός μου, ωσάν μία σκηνή από εκείνας, όπου φαίνονται εις τα θέατρα; Και δια ποίους έπαθα; Και δια ποίους απέθανα; Δια ανθρώπους αχαρίστους, όπου η δεν γνωρίζουσιν η δεν θέλουσι την ευεργεσίαν μου. «Αχ! Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου»! Αχ! Δια τούτο «περίλυπος εστιν η ψυχή έως θανάτου».Και βέβαια, αυτό είναι μία αχαριστία, Χριστιανοί, όπου είναι ασύγκριτος. Απέθανεν ο βασιλεύς της Σκυθίας, Περισαίδης το όνομα, αφίνοντας τρεις υιούς κληρονόμους της βασιλείας· μα, θέλων καθένας από τους αδελφούς να βασιλεύση μόνος μοναχός, ήλθεν εις μάχην θανάσιμον· βάνουσι κριτήν άλλον βασιλέα της Θράκης, φίλον του αποθαμμένου πατρός των, ο οποίος τεχνεύεται να τους συμβιβάση, μα, με ένα τρόπον επιτήδειον αληθινά, αλλ᾽ όλον παράξενον· κάνει να ξεχώσωσι το λείψανον του πατρός των και να το κρεμάσωσι εις ένα δένδρον, έπειτα κράζει τους τρεις αδελφούς και τους λέγει· καθ᾽ ένας από εσάς ας ρίψη σαΐταν του εις τούτο το νεκρόν σώμα και οποίος βαρέσει καλύτερα, εκείνος να είναι βασιλεύς. Πιάνει το δοξάρι ο πρώτος υιός, το εκτείνει, βάζει την σαΐταν, σημαδεύει, ρίπτει, το οποίον κάμνει και ο δεύτερος· τι σας φαίνεται η αχαριστία, η απανθρωπία, η σκληροκαρδία τοιούτων υιών; Έρχεται και ο τρίτος, πιάνει, ετοιμάζει και αυτός την σαΐταν του, μα θωρώντας που έχει να την ρίψη, τρομάζει, αφίνει και πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του, και -εγώ- λέγει: δεν στέργω να γείνω με τοιούτον τρόπον βασιλεύς· παραιτώ την βασιλείαν κάλλιον, παρά να ρίψω, να σαϊτεύσω το λείψανον του αποθαμμένου μου πατρός. Τι έκαμεν ο κριτής; Τούτον τον τρίτον υιόν απεφάσισε δια βασιλέα.Τούτο το ίδιον θέλω να κάμω και εγώ σήμερον με τούτους τους αχαρίστους, τους απανθρώπους, τους σκληροκαρδίους υιούς. Τούτο, όπου θεωρείτε, είναι το νεκρόν λείψανον του πατρός σας, όπου απέθανεν κρεμασμένος εις το ξύλον του σταυρού· πιάσατε τας σαΐτας, ρίψατε, λαβώσατε, πληγώσατε, αν είναι τόπος δι᾽ άλλας πληγάς. Αλλοίμονον! Δεν είναι δύο, είναι πολλοί, όπου ρίπτουσι· τίνος είναι ετούτη η πρώτη σαΐτα, όπου του πληγώνει την κεφαλήν; Είναι της εωσφορικής υπερηφανίας, της ανυποτάκτου και απαιδεύτου κενοδοξίας όπου έχουσιν οι ιερωμένοι· τίνος είναι ετούτη η άλλη, όπου του ανοίγει την πλευράν; είναι της μνησικακίας, όπου φυλάττουσιν οι μισάδελφοι· και εκείνη όπου του πλήττει τας χείρας; Είναι της αδικίας και αρπαγής, όπου κάνουσι οι άρχοντες και οι πλούσιοι· αμή εκείναι αι πολλαί, όπου έρχονται τόσον πυκναί και κατακεντούσιν όλας τας καθαρωτάτας σάρκας; Είναι των σαρκικών αμαρτιών, όπου πράττουσιν άνδρες και γυναίκες, παιδία και γέροντες· αλλά ποίος ημπορεί να μετριάση άλλας αναριθμήτους, όπου πέφτουσιν ωσάν χαλάζι, τας οποίας ρίπτουσιν αι κατακρίσες, τα ψεύματα, αι επιορκίαι και βλασφημίαι των χριστιανών; Ελάτε, ελάτε, σαϊτεύετε χορτάσετε την όρεξίν σας εις το νεκρόν κορμί του αποθαμμένου Πατρός σας, ελάτε παιδία, από τα θηρία πλέον ανήμερα· μα είναι τάχα και τινάς, όπου να έχη καρδίαν ανθρώπου, να έχη αγάπην υιού; είναι τάχα κανείς, όπου να λυπάται, μη τον λαβώση! Ποίος είναι τούτος; φοβούμαι, φοβούμαι «και ουκ έστιν έως ενός». Και που ηκούσθη τοιαύτη αχαριστία; ο υιός να λαβώνη τον πατέρα, και πατέρα νεκρόν· όπου είναι το αυτό, οι χριστιανοί να ξανασταυρώνουσι τον Εσταυρωμένον.
Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου Εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λέγείς; «Άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Πως; «άφες αυτοίς». Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, άφες αυτοίς δια ταύτην την ώραν· ας δοθή εις όλους συγχώρησις, ίσως θέλουσιν ιδεί μίαν φοράν το σφάλμα τους να διορθώθωσιν· «άφες αυτοίς»· ας είναι συγχώρησις λοιπόν, συγχώρησις· μα, ως τόσον, ας παύσωσιν αι σαΐταις, ας τελειώσουσιν αι αμαρτίαι, ας φανή ένα σημάδι της μετανοίας, ένας στεναγμός, ένα δάκρυον. Καρδία μου, Ιησού μου, τι λέγεις; «άφες αυτοίς, Πάτερ». Καρδία του αμαρτωλού, τι αποκρίνεσαι; «μνήσθητί μου Κύριε, μνήσθητί μου· όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου». Αμήν.