Η Μάχη «Αγίου Νικολάου Βλασίας»
Η μάχη αυτή δόθηκε στις 23 Ιουλίου 1948 ημέρα Παρασκευή ξημερώματα μεταξύ του Εθνικού Στρατού του 617 τάγματος πεζικού με διοικητήν τον Αντισυνταγματάρχην Σταύρον Δρακουλαράκον και των ανταρτικών δυνάμεων Πελοποννήσου.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων ήσαν οι εξής. Το 617 τ.π. είχε τρείς λόχους με δύναμη 400 ανδρών. Τα ανταρτικά σώματα του Δημοκρατικού Στρατού είχαν δύναμη 1500 περίπου άρτια εξοπλισμένων.
Ο 3ος Λόχος του 617 τ.π. κρατούσε τις θέσεις γύρω από το μοναστήρι με επικεφαλής τον διοικητήν Ιωάννην Δαμιανόν. Η επίθεση εκ μέρους των ανταρτικών σωμάτων γίνεται βαθειά χαράματα της Παρασκευής 23 Ιουλίου. Έλληνες με Έλληνες καλούνται να πολεμήσουν. Και μέσα σ’ αυτόν τον αλλαλαγμό και την πραγματική κόλαση η παρουσία των μοναχών της μονής.
Ο τότε ηγούμενος και νυν Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητος Αβραντινής και ο Ιερομόναχος Ευγένιος Κοτσώνης. Στο καθολικό του μοναστηριού συγκεντρώνονται οι τραυματίες. Το δάπεδον του ναού γεμίζει από αίματα. Ο ηγούμενος με τον βοηθό του Ιερομόναχο δίνουν κουράγιο, πλένουν τα αίματα και τα χώματα από τις πληγές των λαβομένων και μεταλαμβάνουν τους πιο βαρειά απ’ αυτούς.
Η μάχη κράτησε οκτώ ολόκληρες ώρες. Είναι ώρες φωτιάς και σιδήρου.
Εις τον κώδικα της μονής γράφεται:
«Οι κατωτέρω εφονεύθησαν κατά την μάχην 23 Ιουλίου 1948 των γενομένων ενταύθα (εν τη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου – Βλασίας) μεταξύ του 617τ.π. της 72ης Ταξιαρχίας ήτις έδρα κατά την περίοδον αυτήν εν τη περιφερεία ταύτη, και των συγκροτημάτων ανταρτών Πελοποννήσου, ήτις έληξε υπέρ της νίκης του 617 τ.π. Διοικητής του ως άνω τάγματος ήτο ο Αντισυνταγματάρχης Σταύρος Δρακουλαράκος.
- Ανθ/γος Νικόλαος Καμβύσης εξ Αθηνών
- Ανθ/γος Χαράλαμπος Μάμαλης εκ Παλαιού Φαλήρου
- Επιλοχίας Κωνσταντίνος Λιάκης εκ Κρόκου Κοζάνης
- Στρ/της Βασίλειος Λιαυλίας εκ Κρόκου Κοζάνης
- Στρ/της Ευστάθιος Παναγόπουλος εκ Βασιλικών Ηλείας
- Χωροφ. Ευθύμιος Αγνώστων επιθέτου και προελεύσεως
- Χωροφ. Χρήστος Πλιάκας εξ Αγριοσυκών Λαρίσσης
- Χωροφ. Φώτιος Σταματίου εκ Δομετίον Ευβοίας
- Χωροφ. Διονύσιος Καλογερόπουλος Αγνώστου καταγωγής
- Χωροφ. Θωμάς Δάμτσας Αγνώστου καταγωγής
Η πράξις αυτή κατεστρώθη σήμερα την 23ην Ιουλίου 1952 ημέραν Τετάρτην και προς βεβαίωσιν
Ο Ηγούμενος Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Βλασίας Ευγένιος Κοτσώνης»
Ενώ σύμφωνα με τον κώδικα ο αριθμός των φονευθέντων είναι δέκα (10) συμπεριλαμβανομένων και του ονόματος Ευθύμιος Αγνώστου Επιθέτου. Ο Νικ. Ορφανίδης Ε.Τ. εις τα αφιερωμάτου « Η μάχη Αγίου Νικολάου Βλασίας Καλαβρύτων» ανεβάζει τον αριθμό των φονευθέντων εις ένδεκα βάζοντας το όνομα Ηλίας Τσούτσουρας και στο όνομα του Ευθύμιου που πιθανώς πρόκειται περί λάθους τον Ιωάννης Μούτσουνα.
Από μέρους των ανταρτικών τμημάτων οι φονευθέντες γύρω από τη Μονή είναι 68 και εκατοντάδες οι τραυματίες που πολλοί από αυτούς πέθαναν.
Έτσι όλο το βουνό της Βλασίας είναι βαμμένο με ελληνικό αίμα, είναι τόπος ιερός και ένας πραγματικός τόπος προσκυνήματος. Δίκαια ο λειτουργός Ιεράρχης κατά την θείαν λειτουργίαν της μνήμης των πεσόντων αναφωνεί:
«Αδέρφια και παιδιά μου, σας παρακαλώ στις στιγμές αυτές, να υψώσουμε στον Κύριο την προσευχή μας για τις ψυχές ΟΛΩΝ όσων έπεσαν στον τόπο αυτό, στις 23 Ιουλίου 1948. Σας το ξαναλέω ΟΛΩΝ».
«Και οι ψυχές των πιο σκληρών μαλάκωσαν. Κι οι θύμισες και των πιο πονεμένων γλύκαναν. Κι οι σκέψεις των περισσοτέρων αδιαλλάκτων πέταξαν κι’ απ’ την άλλη μεριά των χαρακωμάτων, για να ιδούν ότι και εκεί ανθρώπινα κορμίά, κορμιά αδελφών είχαν πέσει. Κι η αγάπη θαμποχάραξε στις ψυχές να διώξει το «μίσος», να θαμπώσει τη «μνήμη» (Εφημ. Φωνή Καλαβρύτων).
Είναι φοβερές οι πληροφορίες που δίνουν οι κάτοικοι Βλασίας διά την εικόνα της μάχης και των ημερών μετά την μάχην. Τάφοι ομαδικοί σκεπασμένοι όχι με χώμα αλλά με «κλαριά» από έλατα. Τάφοι μεμονωμένοι και πτώματα μισοθαμένα. Σκορπισμένα ανθρώπινα μέλη. Κόκκαλα απογυμνωμένα από τις σάρκες από τα σκυλιά και τα σαρκοφάγα πετεινά του ουρανού. «Έθεντα τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του Ουρανού» Ψαλ. 78,2. Δυσοσμία και φρίκη συνέθεταν τον γύρω αέρα.
Το αιφνίδιο ξύπνημα – Αποφυγή σφαγής
Ευρισκόμαστε στην εποχή του εμφυλίου σπαραγμού, 23 Ιουλίου 1948 ξημερώματα ημέρας Παρασκευής. Ένας λόχος του 617 τ.π. της 72ης Ταξιαρχίας Πελοποννήσου έχει καταλάβει το μοναστήρι με διοικητή τάγματος τον αντισυνταγματάρχη Σταύρο Δρακουλαράκον.
Ανταρτικά τμήματα από όλην την Πελοπόννησον έρχονται προς το μοναστήρι και το περικυκλώνουν.
Η νύκτα της Πέμπτης 22 προς 23 Ιουλίου είναι φοβερή. Οι σκοπιές και από τας δυο πλευράς εις τας θέσεις των. Προμηνύεται κάτι φοβερό, μια αδελφοκτόνος σφαγή όπως δείχνουν τα πράγματα. Ο Δρακουλαράκος επιθεωρεί τους σκοπούς. Είναι φοβερά κουρασμένος. Ακουμπισμένος τώρα εις μιαν πέτραν συζητά με έναν στρατιώτην του, απλό χωριατόπουλο διά τους δικούς του. Σε λίγο τα βλέφαρά του γέρνουν στο γλυκό ύπνοτης λησμονιάς. Δεν γίνεται όμως το ίδιο με τα μάτια του Αγίου. Δεν έχει αποκοιμηθεί πολύ ώρα και βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να τον παρακινεί να σηκωθεί, πέφτει πάλι σε ύπνο το νομίζει ψέματα και πάλι βλέπει τον Άγιο να τον Ξυπνά με ύφος εντονότερο και να του προμηνύει τον κίνδυνο. Επιθεωρεί τους σκοπούς, διηγείται το θαύμα. Η συμπλοκή είναι αναπόφευκτος. Η μάχη αρχίζει γύρω στις 2.30 την νύχτα. Συνεχίζεται μέχρι πρωΐας. Η αδελφική όμως σφαγή αποφεύγεται. Έλληνες με Έλληνες αδέρφια και από τα δύο μέρη. Οι νεκρή ανάλογα με τας δυνάμεις είναι πολύ ολίγοι.
Το μοναστήρι έχει μερικούς τάφους αγκαλιασμένους, μάρτυρας του γεγονότος. Ένα μνημείο στημένο θυμίζει την «αιώνια μνήμη».
Το μοναστήρι τιμώντας το γεγονός και το θαύμα εις μνήμην και ανάμνησιν τελεί κατ’ έτος μνημόσυνον υπέρ των φονευθέντων εντός και εκτός της μονής αδελφών και τελεί θείαν λειτουργίαν υπέρ αναπαύσεως των ψυχ΄ψν αυτών και της κατατάξεως ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται «ως πνέυματα τετελειωμένα».