ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ
Ο
π. Κωνσταντίνος υπήρξε ένα μέγιστο πνευματικό κεφάλαιο δια την τοπική μας
Εκκλησία. Τα τεσσαράκοντα συναπτά έτη της εδώ παρουσίας του άφησαν έντονα τα
σημάδια της, τολμούμε να ομιλούμε για δημιουργία σχολής π. Κωνσταντίνου.
Ο
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί τον ασθενούντα
π. Κωνσταντίνο, στην εντατική μονάδα θεραπείας του νοσοκομείου Αιγίου, κομίζων
το ιερό λείψανο του Αγίου Λουκά Επισκόπου Συμφερουπόλεως του ιατρού, προς
ευλογία.
Τον
ευλόγησε με το ιερό λείψανο, του ευχήθηκε τα δέοντα και αντάλλαξαν τον ασπασμόν
της εν Χριστώ αγάπης.
Ωστόσο,
ο αρχηγός της ζωής και του θανάτου Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κάλεσε κοντά Του
τον αγαπητό μας αδελφό και συλλειτουργό π. Κωνσταντίνο την Παρασκευή 19η
Ιουνίου 2015.
Κατά
την ημέρα της κοιμήσεώς του και της εξοδίου ακολουθίας, ο Σεβασμιώτατος
συνοδευόμενος υπό της ελαχιστότητός μου, ευρισκόταν στην Κορέα δια υπηρεσιακούς
λόγους και δεν μπόρεσε να είναι παρόν. Πληροφορούμενος την είδηση της κοιμήσεώς
του, με κάλεσε και τελέσαμε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της μακαρίας ψυχής
του.
Δηλώνοντας
την ευγνωμοσύνη μας δια την μεγάλη και σημαντική προσφορά του και καταθέτοντας
τον απόλυτο σεβασμό μας στην μνήμη του, αντί άλλης αναφοράς παραθέτουμε
αποσπάσματα από τον εμπνευσμένο επικήδειο λόγο του Αιδεσιμολογιωτάτου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου Κίτσου, ο οποίος μας εκφράζει απολύτως.
«Ο π. Κωνσταντίνος γεννήθηκε λίγο προ του
πολέμου του 1940 στην Αράχωβα Αιγιαλείας. Από τους γονείς του, οι οποίοι ήσαν
απλοί και απαίδευτοι βιοπαλαιστές, διεκρίνοντο όμως δια την καλωσύνη, την
τιμιότητα, την εργατικότητά τους, αλλά και δια την ευλάβεια, ευσέβεια και αγάπη
προς τον Θεό και τους Αγίους. Αυτοί άναψαν την φλόγα της πίστεως στην ψυχή του
μικρού Κωνσταντίνου και αυτή η φλόγα της πίστεως γέννησε την αγάπη προς τον Θεό
και την επιθυμίαν της Διακονίας του Θεού και της εικόνος του Θεού, τον άνθρωπο.
Μετά τα εγκύκλια μαθήματά
του στο Αίγιο, σπούδασε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου
αποφοίτησε το 1962, στην συνέχεια ενυμφεύθη την ευλαβεστάτην πρεσβυτέρα του
Ασπασία και ακολούθως εισήλθε εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου, χειροτονούμενος
τη αδεία και ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης
κυρού Προκοπίου υπό του Βοηθού Επισκόπου Αχαΐας Παντελεήμονος του μετέπειτα
Μητροπολίτου Κορίνθου, στις 25 Ιανουαρίου 1963 Διάκονος στον Ιερό Ναό Προφήτου
Ηλιού Παγκρατίου και μετά δύο ημέρας, την 27η Ιανουαρίου, υπό του ιδίου
Επισκόπου Πρεσβύτερος στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοσπηλιωτίσσης
και τοποθετείται υπό του Μητροπολίτου Ύδρας Προκοπίου, αρχικά Εφημέριος στον
Ιερό Ναό Υπαπαντής του Χριστού Ύδρας, και στην συνέχεια στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου
στο Κρανίδι, όπου έμεινε μέχρι το 1967. Ακολούθως μετετέθη στον Ιερό Ναό Αγίου
Νικολάου Αιγίνης, ενώ παράλληλα κάλυπτε και τις λατρευτικές ανάγκες του Ιερού
Ναού Αγίου Νεκταρίου.
Τις αρετές και τα πλούσια χαρίσματά του
νωρίς διέγνωσε και εκτίμησε ο Πολιός Μητροπολίτης Ύδρας κυρός Προκόπιος και το
1963 του απένειμε το οφφίκιον του οικονόμου και το επόμενο έτος 1964 τον έκανε
σταυροφόρο πρωτοπρεσβύτερο ενώ στην συνέχεια υπό του νέου Μητροπολίτου Ύδρας
κυρού Ιεροθέου, το 1972, του χορηγείται ενταλτήριον γράμμα πνευματικής
Πατρότητος.
Βίωσε μια μεγάλη
δοκιμασία( λίγο μετά την απόκτηση του πέμπτου τέκνου του, χάνει την πρεσβυτέρα
του. Στους ώμους του βαρύς εφαίνετο ο σταυρός της Ιερωσύνης, ο Σταυρός της
οικογενείας γίνεται βαρύτερος. Σήκωσε αγόγγυστα τον Σταυρόν αυτόν, δια τα
παιδιά του υπήρξεν πατέρας και μητέρα, τα μεγάλωσε χωρίς να δεχθή βοήθεια από
πουθενά.
Το γεγονός αυτό, της
απωλείας της πρεσβυτέρας του, υπήρξεν η αιτία να λάβη την απόφασιν να επιστρέψη
στον τόπο του. Έρχεται στην Αιγιάλεια τον Μάρτιου του 1976 και τοποθετείται
Εφημέριος αρχικά στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Τούμπας και τον επόμενο μήνα
στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Λόγγου, όπου παρέμεινε δια δύο έτη και το 1978
μετετέθη στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης και Θεοπρομήτορος Άννης
στον Συνοικισμό στο Αίγιο, όπου παρέμεινε μέχρι της συνταξιοδοτήσεώς του το
2000.
Υπήρξεν άριστος
λειτουργός, η αγάπη του δια το θυσιαστήριον και τας Ιεράς Ακολουθίας, η
Παπαδιαμαντική του Ιεροπρέπεια υπήρξε υποδειγματική. Μέσα στην θεία Λειτουργία
μεταρσιώνετο, ζούσε, βίωνε μέσα στο σύγχρονο παρά ωσεί παρόν το παρελθόν και
βίωνε το μέλλον αυτή τούτη την Βασιλεία του Θεού, η οποία κατά τον εψευδέστατον
λόγον της Γραφής «εντός ημών εστίν…»
Βαθύς γνώστης της
Ορθοδόξου Θεολογίας ήτο άριστος χειριστής του Θείου Λόγου. Στο πρόσωπό του
διέκρινε κανείς το ιδιαίτερον χάρισμα της πνευματικής πατρότητος. Εις την
Διακονίαν του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως συνεδείαζε την σοβαρότητα και
την επιείκεια, την αυστηρότητα εις τα «βαρύτερα του Νόμου» και την οικονομίαν
εις τα δευτερεύοντα. Στο πετραχήλι του κατέφευγαν όχι μόνον πιστοί της ενορίας
του, αλλά και από άλλες ενορίες, πόλεις και χωριά. Τα πνευματικά του παιδιά
ήσαν αρκετές εκατοντάδες.
Αγωνιούσε δια την
πνευματικήν κατάρτησιν των ενοριτών του. Ιδιαίτερο ήτο το ενδιαφέρον του δια
την νεότητα. Επίσης λειτουργούσε κύκλο μελέτης Αγίας Γραφής για άνδρες και
γυναίκες. Άοκνο ήτο το ενδιαφέρον του δια την ευπρέπειαν, τον εξωραϊσμόν και
καλωπισμόν του Ναού. Ηργάσθη ακαταπόνητα δια την επέκτασιν του Ναού της Αγίας
Άννας και την ανοικοδόμησιν του κωδωνοστασίου. Δεν αδιαφόρησε δια τους ενδεείς,
τους πάσχοντας, τους δοκιμαζομένους, προς τούτο συνέστησε Φιλόπτωχο Ενοριακό
Ταμείο.
Η αρετή της συνέσεως, η
πείρα του περί των εκκλησιαστικών, το φιλότιμο, ο ένθεος ζήλος του, η
εργατικότητά του, η φιλάδελφος γνώμη προς τους συλλειτουργούς του, η γλυκύτης
των τρόπων του, τα φυσικά και επίκτητα χαρίσματά του, τον κατέστησαν σέμνωμα
της Εκκλησίας της Αιγιαλείας.
Όλα αυτά εκτιμώντας ο
Σεπτός Ποιμενάρχης μας, του απένειμε το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου το 1983 και
παράλληλα με την ενοριακή του δραστηριότητα, του ανέθεσε επί σειράν ετών
καθήκοντα Ιερατικού Προϊσταμένου Διαχειριστικής Επιτροπής του Ιερού
Προσκυνήματος Παναγίας Τρυπητής, και εκεί παρά τα Διοικητικά του καθήκοντα δεν
παρέλειψε τα πνευματικά, τελώντας παρακλήσεις μετά θείου Κηρύγματος.
Ακόμη δε, του ανέθεσε την
σύστασιν και λειτουργίαν σεμιναρίου καταρτήσεως πνευματικών δια το μυστήριον
της μετανοίας και εξομολογήσεως, το οποίον λειτούργησε αρχικά στο Αίγιο το 1993
και αργότερα στα Καλάβρυτα το 2002.
Η αγάπη του προς τους
προστάτες Αγίου του ήτο εκείνη που τον έκανε να ανεγείρη σε δικό του ιδιόκτητο
χώρο στον οικισμό Μικρόνι της Αράχωβας, μικρόν αλλά περικάλή Ναό προς τιμήν του
Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως.
Ο π. Κωνσταντίνος όμως
ακαταπόνητα ηργάσθη και εις έναν άλλο τομέα. Είναι εκείνος ο οποίος έκανε γνωστόν
εις την ευρύτερη Αιγιάλεια τον Άγιο Λεόντιο, τον δικό μας Άγιο, ο οποίος είναι
τόσο κοντά μας και εν τούτοις εφαίνετο πολύ μακριά, και έθεσε σαν στόχο της
ζωής του την ανέγερσιν Ιερού ναού του Αγίου στο Αίγιο. Προς τον σκοπόν αυτόν
δούλεψε σκληρά, και ανήγειρε, εκόσμησε και έφερε εις το παρόν καλός τον
σημερινό Ναό.
Το ενδιαφέρον του όμως
δεν περιορίζετο μένον στα στενά όρια της ενορίας του η της Μητροπόλεώς μας(
απλώνετο ευρύτερα, έβγαινε έξω από τα σύνορα της Πατρίδος μας και έφθανε στην
μακρινή Αφρική, στηρίζοντας το έργο της Ιεραποστολής στην Μαύρη Ήπειρο. Προς
τον σκοπό αυτό με την έγκρισι του Σεβασμιωτάτου, το 1999, συνέστησε μια ομάδα
συμπαραστάσεως Ιεραποστολής και λειτουργούσε Γραφείο Συμπαραστάσεως
Ιεραποστολής.
Ο π. Κωνσταντίνος
διεκρίνετο κυρίως και πρωτίστως δια το ορθόδοξον φρόνημα του, βίωνε την
ορθοδοξία όπως μας ορίζει συνοπτικά ο Άγιος Σωφρόνιος Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων
λέγοντας: «.. Ορθοδοξία εστί ορθή περί Θεού και όντως θεώρησις…», δηλαδή
Θεολογία και οντολογία και ήτο ασυμβίβαστος σε οτιδήποτε προσέβαλε την πίστιν η
αλλοίωνε τα δόγματα. Εφήρμοζε επακριβώς τον Πατερικό λόγο «… εις τα της πίστεως
ου χωρεί συγκατάβασις…»
Οι δοκιμασίες της ζωής,
το πέρασμα του χρόνου, έφθειραν διαρκώς την υγείαν του και η καρδιά του
σταμάτησε να κτυπά και η μακαρία ψυχή του ανήλθε εις τον ουρανόν. Ο π.
Κωνσταντίνος δεν είναι πλέον κοντά μας. Η μακαρία ψυχή του αναπαύεται μετά των
Αγίων, μετά του Αγίου Νεκταρίου, του Οσίου Λεοντίου, της Αγίας Θεοπρομήτορος
Άννης και των λοιπών Αγίων.
Ήδη οι οφθαλμοί του, που
είδαν αυτοψεί το θαύμα της αγίας Αναφοράς χιλιάδες φορές, έκλεισαν. Το στόμα το
οποίον εδόξαζε καθημερινά τον Θεό και εκήρυττε τα μεγαλεία του, εσιώπησε. Αι
χείρες, αι οποίαι ήροντο οσίως υπέρ του λαού και ενήργουν τα θεία και την
φιλανθρωπίαν, συνεστάλησαν. Οι πόδες, οι οποίοι επί έτη έτρεχον
«ευαγγελιζομένοι ειρήνην, ευαγγελιζομένοι αγαθά», ηπλώθησαν ακίνητοι. Η καρδία,
η οποία έπαλε ε’ςι τον ρυθμόν της χριστιανικής αγάπης, κατέπαυσεν. «Αύτη εστίν
η της καταπαύσεως ημέρα» του π. Κωνσταντίνου. Αλλά και η ημέρα της εισόδου του
εις την Βασιλείαν του Θεού και του προβιβασμού του εις το ουράνιον
Θυσιαστήριον, απ’ όπου παρεδρεύων του λοιπού θα εύχεται εκτενώς υπέρ όλων ημών.
Ο θάνατός του γίνεται
«ζωής αειδίου και κρείττονος διαβατήριον» κατά τον Ιερόν Δαμασκηνόν. Η ημέρα
της Κοιμήσεώς του αποτελεί την ημέρα της αναγεννήσεώς του στην αιωνιότητα,
«φύσεως αναγέννησις και ανθρώπου μετασκευή» την χαρακτηρίζει ο Άγιος Γρηγόριος
Νύσσης. Περί δε τυ θανάτου ο Μέγας και Ουρανοφάντωρ Βασίλειος μας λέγει σχετικώς
«ου φθοράς εστί παντελής ουκ αφανισμός, αλλά μετάβασις εις τιμήν». Μετετέθη εις
την ουράνιον πολιτείαν δια να λάβη παρά του Δωρεοδότου Θεού την τιμήν, διότι
όπως επισημαίνει ο Ιερός Χρυσόστομος, εδώ οι κόποι οι μόχθοι και οι αγώνες,
εκεί αι τιμαί και τα έπαθλα.
Σεβαστέ π. Κωνσταντίνε,
μπορεί να έφυγες από κοντά μας, αλλά στην μνήμη μας ζεις και θα ζεις αιώνια,
γιατί όπως λέγει και ο ποιητής Κώστας Ουράνης «Αδιάφορο οι μήνες αν περνάνε,
τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονάνε».
Σεβαστέ π. Κωνσταντίνε,
Από τους αδελφούς και
συλλειτουργούς σου, από τα κατά σάρκα παιδιά σου, τους οικείους σου, από τα
πνευματικά σου παιδιά και τους φίλους σου, δέξου τον ύστατον ασπασμόν της
αγάπης μας, δέξου και τον ασπασμόν της συγγνώμης μας, για ο,τι σε πικράναμε».
Αφού
ευχηθούμε όπως Κύριος ο Θεός αναπαύει την μακαρία ψυχή του εν σκηναίς αγίων,
προσευχόμενοι εις τον Κύριον να συνεχίσει να αναδεικνύει εις την εκκλησία Του
τέτοιες άγιες και αγωνιστικές ιερατικές μορφές, δια την δόξαν της εκκλησίας Του
και την τιμή, λατρεία και προσκύνηση του Τριαδικού ονόματός Του.
Δια
την αντιγραφή
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΑΙΓΙΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΚΑΛΟΣ