**************
__________ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ
Ο Θάνατος είναι ένα ßέßαιο γεγονός στη ζωή µας, αλλά η Αγία Γραφή µιλάει για αιώνιο θάνατο. Αυτά που θα διαßάσεις ίσως να έχουν αντίκτυπο σε σένα...... Πολύ ενδιαφέρον, διάßασε το µέχρι το τέλος......
Γράφει στην Αγία Γραφή (Γαλάτας 6:7):
'Μὴ πλανᾶσθε θεὸς οὐ µυκτηρίζεται_, ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει'.
Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που κορόϊδεψαν (µυκτήρισαν) τον Κύριο:
John Lennon (Τραγουδιστής):
Λίγα χρόνια πριν, στη συνέντευξη που έδωσε σε ένα Αµερικανικό Περιοδικό, είπε:
'Ο Χριστιανισµός θα τελειώσει, θα εξαφανιστεί.Είναι πέραν αµφισßήτησης
και γιαυτό είµαι ßέßαιος. Ο Ιησούς ήταν εντάξει, αλλά τα θέµατα του ήταν τόσο απλά, σήµερα εµείς είµαστε διασηµότεροι απ' Αυτόν.' (1966)..
Ο Lennon, αφότου είπε ότι οι Beatles ήταν διασηµότεροι από τον Ιησού Χριστό, πυροßολήθηκε 6 φορές..
Tancredo Neves (Πρόεδρος της Βραζιλίας ):
Στην προεκλογική του εκστρατεία, είπε ότι εάν µάζευε 500.000 ψήφους από το κόµµα του, ούτε ο Θεός ο ίδιος δε θα τον καθαιρούσε από την προεδρία του.
Σίγουρα πήρε τους ψήφους του, αλλά αρρώστησε µια µέρα πριν γίνει Πρόεδρος και πέθανε.
Cazuza (Ετεροφυλόφιλος Βραζιλιάνος συνθέτης, τραγουδιστής και ποιητής):
Σε ένα σόου στο Canecio ( Rio de Janeiro ), όταν κάπνιζε το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό ψηλά στον αέρα και είπε: 'Θεέ, αυτό είναι για σένα.'
Πέθανε σε ηλικία 32 ετών από ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ µε φρικιαστικό τρόπο.
Ο άνδρας που έφτιαξε τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ
Έπειτα από την κατασκευή του Τιτανικού, ένας δηµοσιογράφος ρώτησε πόσο ασφαλής θα µπορούσε να είναι ο Τιτανικός. Με ένα ειρωνικό τρόπο είπε:
'Ούτε ο Θεός ο ίδιος δε µπορεί να τον ßουλιάξει'
Το αποτέλεσµα: Πιστεύω πως ξέρετε όλοι τι απέγινε ο Τιτανικός
Marilyn Monroe (Ηθοποιός)
Ο Billy Graham την επισκέφτηκε σε µια παρουσίαση ενός σόου. Της είπε ότι το Πνεύµα του Θεού τον έστειλε να της κηρύξει.
Αφού άκουσε λοιπόν αυτά που ο Πάστορας είχε να της πει, του απάντησε:
'Δε χρειάζοµαι το δικό σου Ιησού.'
Μια ßδοµάδα αργότερα, ßρέθηκε νεκρή στο διαµέρισµα της
Bon Scott (Τραγουδιστής)
Ο πρώην τραγουδιστής των AC/DC. Σε ένα από τα τραγούδια του το 1979 τραγούδησε:
'Μη µε σταµατάς, θα πάρω την κατηφόρα, τη λεωφόρο της κόλασης.'
Στις 19 Φεßρουαρίου του1980, πνίγηκε με τόν ίδιο του τον εμετό.
Campinas (το 2005)
Στην Campinas της Βραζιλίας µια οµάδα από φίλες, µεθυσµένες, πήγαν να πάρουν µια φίλη τους......
Η µητέρα της κοπέλας συνόδεψε την κόρη της στο αµάξι και ήταν τόσο ανήσυχη µε το γεγονός ότι ήταν µεθυσµένες οι άλλες φίλες της και συµßούλεψε την κόρη της κρατώντας της το χέρι - ήταν ήδη καθισµένη µέσα στο αµάξι:
'Κόρη µου, πήγαινε µαζί µε το Θεό και ο Θεός θα σε προστατέψει.'
Η απάντηση της ήταν: 'Μόνο όταν αυτός (ο Θεός) ταξιδέψει στο πορτ-µπαγκαζ, γιατί εδώ µέσα......είναι ήδη γεµάτο.'
Ώρες αργότερα, τα νέα έφτασαν. Έγινε ένα τραγικό δυστύχηµα στο οποίο όλες σκοτώθηκαν.
Το αµάξι έγινε αγνώριστο και δε ξεχώριζες τι µάρκα ήταν, αλλά η έκπληξη ήταν ότι το πορτ-µπαγκαζ είχε παραµείνει άθικτο.
Η τροχαία είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση το πορτ-µπαγκάζ να µείνει άθικτο! Προς έκπληξη τους µέσα στο πορτ-µπαγκάζ υπήρχε µια καρτέλα µε αυγά εκ των οποίων κανένα δεν είχε σπάσει.
Christine Hewitt (Δηµοσιογράφος και Παρουσιάστρια)
είπε ότι η Βίßλος (ο Λόγος του Θεού) ήταν το χειρότερο ßιßλίο που γράφτηκε ποτέ.
Τον Ιούνιο του 2006 ßρέθηκε καµμένη και δύσκολα αναγνωρίστηκε σε τροχαίο µε τη µηχανή της.
Προσωπικό Ιστολόγιο. Την 17/08/2019 υπέβαλα τήν παραιτησίν μου εκ της ενεργού Διακονίας και έκτοτε ο τίτλος μου είναι: «Μητροπολίτης πρώην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος»
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
ΩΦΕΛΙΜΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ
Σάββατο 14 Αυγούστου 2010
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ,
*********-Ὀσους έχουν ένα πρόσφατο πένθος και συντρίβονται κάτω από το βαρύ πέλμα του θανάτου.-Ὀσους βρίσκονται καθηλωμένοι στο κρεββάτι του πόνου, είτε νοσηλεύονται σε κάποιο νοσοκομείο, είτε στο σπίτι τους.-Όσους εργάζονται στον τομέα της νοσηλείας, ήτοι το ιατρικό, το νοσηλευτικό καί το διοικητικό προσωπικό των νοσηλευτικών Ιδρυμάτων. Ἠ ὀλους εκείνους τούς ήρωες, που κρατούν στο σπίτι τους τον ηλικιωμένο γονηό, σύζυγο ή αδελφό, τον περιποιούνται, τον φροντίζουν χωρίς αγανάκτηση.-Όσους μαστίζονται από την ανέχεια και την στέρηση καί αγωνιούν, διότι δεν έχουν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή.-Όσους έχουν πληγωθή από τα θανάσιμα βέλη της αχαριστίας και για το λόγο αυτό έχασαν στην εμπιστοσύνη στον "ΑΝΘΡΩΠΟ¨! Είναι γνωστή η ρήση: "Κανείς δεν είναι περισσότερο αγνώμων από τον υπό σου ευεργετηθέντα¨!______Σκεφθῆτε, παρακαλώ, σκεφθήτε και αναζητήστε πονεμένους, αρρώστους, ξεχασμένους φίλους, προδομένους γονείς, προδομένες ή προδομένους συζύγους και τόσους ἀλλους! Προσευχηθήτε για όλους αυτούς στην Μεγάλη μας Μητέρα, την Παναγία μας!_______Σήμερα σας προσφέρουμε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, που προέρχεται από τον αθάνατο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη! Έχει τίτλο: "Ρεμβασμός του Δεκα-πενταυγούστου". Μας το εξασφάλισε η επιμέλεια του π. Ἰωακείμ Βενιανάκη, Ιεροκήρυκος τῆς ιερᾶς ημών Μητροπόλεως, τον οποίον και ευχαριστούμεν.+ Ο Καλαβρύτων & Αιγιαλείας ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ,Καλάβρυτα 14 Αυγούστου 2010
Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγας εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.
-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.
Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισάπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.
-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...
Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,
...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...
Ανελογίζετο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».
Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.
Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.
Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικόν κ.τ.λ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
-Πιο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:
- Πες, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.
Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρός! ...
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.
Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!
Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!... Είπε και απέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...» Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα: Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...».
***(Αντιγραφή καί Μεταφορά: Άρχιμ. Ιωακείμ Βενιανάκης,, Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως)
Κυριακή 8 Αυγούστου 2010
ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΓΟΥΝ ΑΓΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!
Καλάβρυτα, 08 Αυγούστου 2010
http://www.youtube.com/watch?v=5i8gQLQtuHw&feature=player_embedded
________________ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ π. ΜΩΥΣΕΩΣ
Τα χαράματα της 1.7.2009 εξέπνευσε ο μοναχός Ιωσήφ Βατοπαιδινός. Η κοίμηση ενός μοναχού δεν αποτελεί φυσικά σημαντική είδηση. Δεν ήταν ηθοποιός, τραγουδιστής η ποδοσφαιριστής (γιά τον πρόσφατο θάνατο ενός ξένου τραγουδιστή αυτοκτόνησαν ήδη δώδεκα νέοι στον κόσμο. Μακάρι ν’ άκουσα λάθος). Ο θάνατος για τον αληθινό μοναχό είναι κάτι το ευχάριστα αναμενόμενο. Όλη του η ζωή είναι μία προετοιμασία θανάτου, με συνεχή μνήμη του θανάτου, ακράδαντη πίστη για την αιώνια ζωή, την ατελεύτητη χαρά των ουρανών.
Ο μοναχός Ιωσήφ γεννήθηκε το 1920 στην Κύπρο. Αρκετά νέος πήγε να μονάσει στην ιστορική μονή της μεγαλονήσου, το Σταυροβούνι. Στη συνέχεια ήλθε στο Άγιον Όρος και κατευθύνθηκε στην υπακοή του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή (+1959), που ασκήτευε με μία μικρή συνοδεία στα σπήλαια της σκήτης της Μικράς Αγίας Αννης. Κατόπιν τον ακολούθησε στη Νέα Σκήτη. Μετά την οσιακή κοίμησή του απόκτησε δική του συνοδεία. Έζησε κατά διαστήματα στην Κύπρο, τη μονή Κουτλουμουσίου, το Σιμωνοπετρίτικο Κελλί του Ευαγγελισμού στις Καρυές και τέλος στο Βατοπέδι.
Υπήρξε μοναχός δραστήριος, δυνατός, αγωνιστής, μελετηρός και γλυκομίλητος. Έγραψε βιβλία διδακτικά και ψυχωφελή. Κατά τον ηγούμενο της Σιμωνόπετρας ήταν ένθεος και πάντοτε μιλούσε ζωηρά για την αγάπη του Θεού. Μαζί με τους παραδελφούς του Χαράλαμπο Διονυσιάτη κι΄ Εφραίμ Φιλοθεΐτη δημιούργησαν μεγάλες και καλές συνοδείες, που έφεραν μία ανανέωση στον Αθωνικό μοναχισμό. Μπορεί ορισμένοι να έχουν κάποιες επιφυλάξεις για το αποτέλεσμα… αλλά δεν μπορούν να διαγράφουν ολοκληρωτικά μία ιστορία, ένα αγώνα, δακρύων και προσευχής, τόσων και τόσων αφιερωμένων ανθρώπων. Μπορούν ίσως να κρίνουν λάθη, αλλά δεν μπορούν, νομίζουμε να καταδικάζουν και ν΄απορρίπτουν τελείως ένα ταπεινό άθλημα.
Η εκδημία του Γέροντος Ιωσήφ στο Βατοπέδι κλείνει και αρχίζει μία ιστορία. Ανεπάυθη εν Κυρίω κάνοντας τον σταυρό του, ύστερα από μία λοίμωξη. Η εξόδιος ακολουθία του στο λαμπρό Καθολικό, μετά τον εσπερινό, με την παρουσία τεσσάρων αρχιερέων, χοροστατούντος του πνευματικού του τέκνου, μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, δέκα ηγουμένων, δεκάδων ιερομονάχων, ιεροδιακόνων, μοναχών και λαϊκών, που όλοι μαζί θα έφθαναν τους χίλιους, ήταν λίαν κατανυκτική. Ο ενταφιασμός του στον αυλόγυρο της μεγάλης μονής, μαζί με την δύση του ήλιου, και τον τελευταίο ασπασμό όλης της αδελφότητος, εκατόν δέκα μέλη, ήταν συγκινητικός.
Ο Γέροντας Ιωσήφ και η συνοδεία του κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, ειρωνεύθηκε, περιγελάστηκε και διαπομπεύθηκε πολύ. Αυτά τα «εύσημα» κομίζει στην άνοδο της ψυχής του. Το ιλαρό πρόσωπό του ήταν σαν να τους συγχωρούσε όλους. Αιωνία του η μνήμη. Τέλος αγαθό και σ εμάς.
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης_
Βλ.http://vatopaidi.wordpress.com/2009/07/10/μοναχοÏ-μωυσÎως-αγιοÏείτου-«μοναχός/
Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΑ
Δείτε την παρακάτω αλληγορία. Λέγει πολλά! Εναντιώνεται στην απληστία, που συχνά κυριεύει την ψυχή μας. Ο Απ. Παύλος μας είπε με την θεϊκή Του σοφία: εάν έχουμε τροφές και ένα σκέπασμα να είμαστε ευχαριστημένοι! Μας αρκούν!
1η Αυγούστου 2010
Ευχαριστώ τους παράγοντες του blog "blackmail-gr.blogspot.com" για την ευγενή παραχώρηση του κειμένου και της φωτογραφίας.
Ζούσες ήρεμα και απλά κι ήρθες να βουτήξεις στο θόρυβο,στο άγχος,στη ρύπανση,στην εγκληματικότητα..
Έβγαινες από την πόρτα του σπιτιού σου κι αντίκρυζες το πράσινο και τώρα βλέπεις (κι αν) την μπουγάδα του Πακιστανού γείτονά σου...
Είχες κάθε μέρα το φρέσκο αυγό,το γάλα,το τυρί,τη τομάτα,το καρπουζάκι ....
από το μποστάνι σου και τώρα (αν έχεις λεφτά) όλα αυτά τα παίρνεις στο Βερόπουλο, αλλά είναι το ίδιο;
Στη δουλειά σου (στο χωράφι) πήγαινες με το τρακτέρ,ή με το ποδήλατο,ή με το γάιδαρο και τώρα πας με τα πόδια γιατί έχουν απεργία τα πάντα και δεν έχεις χρήματα για ταξί, μόνο που η δουλειά είναι 10 χωριά μακριά...
Γιατί ρε μεγάλε αφού ζούσες στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι κι είχες κάθε μέρα ζεστό μυρωδάτο ψωμάκι από τον ξυλόφουρνο, ήρθες να φας μαύρο ψωμί στην κόλαση της πόλης;
Μήπως ήρθε η ώρα να το πάρουμε όλο πάλι από την αρχή, να ξαναγυρίσουμε στις ρίζες μας κι όποιος δε θέλει κι έχει ένα Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, να το παραχωρεί σε αυτόν που θέλει να ζήσει το όνειρο από τη γένεσή του;
φιλικά http://blackmail-gr.blogspot.com/
Καλό μήνα και επισήμως απο σήμερα Σεβασμιώτατε !Οπως ακριβώς τα λέτε είναι τα πράγματα.Ξεχάσαμε ότι υπάρχει και η αρετή της ολιγάρκειας και οτι ο ολιγαρκής και αυτάρκης είναι συνήθως ευτυχής. Αυτη την αλήθεια όλοι μας επιμένουμε να την ξεχνάμε,και δεν αργήσαμε και εμεις να το διαπιστώσουμε όταν χάσαμε το μπαμπά.Οταν κανεις ειναι εξαρτώμενος απο ανθρώπους και πράγματα,δεν ειναι ευτυχής γιατι δεν μπορεί να έχει όσα επιθυμεί. Οσο για τη φυσική ζωή,ε αυτο ήδη το εφαρμόζουμε μια και η παντα αισιοδοξη και δυναμική μανουλα μου το έριξε εκτος των αλλων και στις ...καλλιέργειες για να εκτονώνεται και να γυμνάζεται...ετσι επέστρεψα στην Αθήνα ως και με πατατουλες απο τον κήπο μας !
Πατάτες,κρεμμύδια,ντομάτες,πιπεριές,σύκα,ροδάκινα ,σταφύλια απο τον κήπο και το κτήμα μας !Δεν τα αγοράζουμε αυτά τα πράγματα...Μας τα δίνει ο καρπός του κοπου μας και ο καλος Θεός δωρεάν !Εμείς τα μαζεύουμε και τα καταναλώνουμε...Και ναι,καποτε θα πρέπει να κανουμε μια γερή αυτοκριτική του τροπου που ζούμε...Ο πατερας μου συνήθιζε να λεει τι λες καλε που δεν μπορεις να πεις οχι σε ενα παιδι ...Ειναι δυνατον να εχει ενα παιδι ο,τι θελει οποτε το θέλει ?Και να μπορεις να του παρεις τα παντα,δημιουργησε τεχνητη στέρηση...Να μαθει ο νεος ή η νεα οτι δεν μπορει να εχει τα πάντα...Αν ολοι σκεπτονταν ετσι,και αν σκέπτονταν ότι για να αποκτήσει τιμίως κανεις οσα επιθυμεί πρέπει να δουλέψει και όχι να δανείζεται οπως ωραία ειπε την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη ο αλλος πολυ καλος Δεσποτης ,ο Σεβασμιώτατος Θεσσαλονίκης,ουτε τρόικες ,ουτε μνημόνια θα είχαμε ανάγκη...Αλλα δυστυχώς το κακό ξεκινάει απο τη μαύρη δεκαετία του 80 στην οποίαν επιμελως δεν αναφέρεται κανένας...Τι μας ελειπε τη δεκαετια εκεινη? Το δευτερο αυτοκίνητο,το εξοχικο,τα σινιε ρουχα για τα παιδια απο τοτε ιδιως που καταργήθηκε η ποδιά,ολα αυτά...Και αν ολες αυτες τις μικρες πολυτελειες τις αποκτουσαν ολοι δια της σκληρης δουλειας ,και του τιμιου κοπου,οπως αρκετοι εκαναν,κανεις δεν θα ειχε να τους προσαψει τιποτε...Ομως ολοι τρέξανε να παρουν δάνεια,να παιξουν αργότερα στο χρη ματιστήριο,να αναζητήσουν το ευκολο χρήμα...Η καταληξη ηρθε φυσιολογικα...Μονο εθελοτυφλουντες δεν έβλεπαν προς τα που παμε...Τωρα ας παρακαλεσουμε το Θεο να μας φωτίσει μηπως και βρεθει μια λύση λιγοτερο εθνικα επικινδυνη απο το μνημονιο και απαλλαγουμε απο αυτό...Αφου προηγουμενως δωσουμε στο Θεο,την Παναγια και τον εαυτο μας την υποσχεση οτι θα ζουμε σωστα,οχι μακρια απο το Θεο και δεν θα λοιδωρουμε οσους πανε να μας πουν πεντε πραγματα να ξεστραβωθουμε !Την ευχή Σας Σεβασμιώτατε !
Με σεβασμό και εκτίμηση,
Κ...... Σκ.... απο Αθήνα
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Σε προηγούμενη ανάρτησή μας επσημάναμε, ότι με την τρόϊκ και το καταραμένο ΜΝΗΜΟΝΙΟ η Χώρα μας εισἠλθε σε μια περίοδο Κατοχής και εννοούμε την Γερμανική Κατοχή. Τότε πολλοί πέθαιναν από την πείνα μέσα το δρόμο! Επιβίωσαν όσοι είχαν την λεγόμενη "οικιακή οικονομία¨ δηλ. όσοι είχαν το λαδάκι τους, τις κοτούλες τους για το κρέας και τα αυγά, τον κήπο τους για τα λαχανικά, την κατσίκα τους για το γάλα, το σταράκι τους για το ψωμί κλπ. Ζούσαν με ίδια μέσα! Τα χρήματα, κατοχικά κι παρά ταύτα σπάνια, δε τα χρειάζονταν παρά για ελάχιστες περιπτώσεις. Συνήθως κυριαρχούσε η ανταλλαγή είδος με είδος. "Θα μου βάλεις σόλες στα παπούτσια και θα σου φέρω ένα μπουκάλι λάδι! Σύμφωνοι;" -Σύμφωνοι! απαντούσε ο τσαγκάρης.
Ελπίζω και εύχομαι να μη φθάσουμε σ' αυτό το χάλι. Οπωσδήποτε όμως την κρίση θα την περάσουν ευκολώτερα όσοι θα εφαρμόσουν την παραπάνω συνταγή!
Με αγάπη
+ Ο Κ & Αι Α