ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος
Ο άγιος Απόστολος Πέτρος, που ονομαζόταν προηγουμένως Σίμων, γεννήθηκε στην πολίχνη Βηθσαϊδά, στην βόρεια όχθη της λίμνης Γενησαρέτ. Ήταν γιός του Ιωνά, της φυλής Νεφθαλίμ. Ήταν παντρεμένος και ζούσε στην Καπερναούμ, ασκώντας το ταπεινό επάγγελμα του ψαρά μαζί με τον αδελφό του Προδρόμου. Στην αρχή επίγειου λειτουργήματος του Κυρίου, ο άγιος Πρόδρομος υπέδειξε στον Ανδρέα και στον Ιωάννη, γιό του Ζεβεδαίου. Εκείνον που απεκάλεσε Αμνό του Θεού. Ο Ανδρέας συνάντησε τον αδελφό του και του είπε: Βρήκαμε τον Μεσσία! Και την άλλη μέρα τον οδήγησε στον Ιησού, ο οποίος κοιτάζοντάς τον είπε: Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς - που σημαίνει Πέτρος. Αυτή η αλλαγή ονόματος σήμαινε για κείνον την μεταμόρφωση του βίου του και έκτοτε ακολουθούσε τον Χριστό ανά την Γαλιλαία, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τελείως την αλιεία. Στην Καπερναούμ, αφού ο Ιησούς δίδαξε στην συναγωγή προσκλήθηκε από τον Πέτρο στο σπίτι του, όπου η πεθερά του ήταν κλινήρης με υψηλό πυρετό. Ο Ιησούς την θεράπευσε και εκείνη σηκώθηκε αμέσως και του υπηρετούσε. Μια ημέρα ο Κύριος ανέβηκε στο πλοιάριο του Πέτρου για να κηρύξει από κει στο πλήθος που συνωστιζόταν στην ακτή. Όταν τελείωσε είπε στον Σίμωνα να βγεί στ’ ανοιχτά και να ρίξει τα δίχτυα. Ο μαθητής και οι σύντροφοί του υπάκουσαν, κι ενώ όλη την προηγούμενη νύκτα ο κόπος τους δεν είχε αποδώσει τίποτε, έπιασαν τόσο πολλά ψάρια που τα δίχτυα τους έσπασαν από το βάρος. Θαμβωμένος από το σημείο αυτό της δύναμης του Ιησού ο Πέτρος έπεσε στα πόδια Του λέγοντας: Έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός είμι, Κύριε. Αλλά ο Χριστός τον σήκωσε και του είπε: Μη φοβού, από του νύν ανθρώπους έση ζωγρών . ο Πέτρος εγκατέλειψε τότε οριστικά το καΐκι του, τα δίχτυα και την οικογένειά του για να ακολουθήσει τον Ιησού. Η αγάπη του ήταν τόσο φλογερή που διακρίθηκε ως κορυφαίος μεταξύ των δώδεκα μαθητών που επέλεξε ο Κύριος, όχι ως αρχηγός με εξαναγκαστική αυθεντία- πως θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο άλλωστε αφού ο Κύριος είχε απαγορεύσει μεταξύ τους οποιεσδήποτε ηγεμονικές αξιώσεις;(βλ. Ματθ. 20,27 και 23, 10)- αλλά μάλλον ως φερέφωνο των Αποστόλων και προνομιακός συνομιλητής με τον Διδάσκαλο. Εξάλλου για τον ζήλο του και την διάπυρη αγάπη του ο Ιησούς τον επέλεξε μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη για να παραστούν μάρτυρες στις πιο λαμπρές φανερώσεις της θεότητός Του: κατά την ανάστη της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιαείρου (Μαρκ. 5, 37) και κυρίως κατά την Μεταμόρφωση στο Θαβώρ (6 Αυγ.) Λόγω της οικειότητός τους με τον Κύριο, αναγνωρίζονταν ως «στύλοι» της Εκκλησίας από τους άλλους Αποστόλους (Γαλ. 2,9).
Ο Πέτρος ακολούθησε τον Ιησού στον κήπο της Γεθσημανή, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και αυτοί που είχαν κριθεί άξιοι του φωτός της δόξης Του στο Θαβώρ παρέστησαν μάρτυρες της αγωνίας Του, της εσχάτης εκδήλωσης της ανθρωπίνης φύσεώς Του. Αλλά υποκύπτοντας πάλι στην αδυναμία τους, αποκοιμήθηκαν, ενώ ο Δάσκαλος προσευχόταν και ο ιδρώτας Του έτρεχε σαν σταγόνες αίματος στην γή. Όταν οι υπηρέτες του αρχιερέα έφθασαν για να συλλάβουν τον Ιησού, ο Πέτρος άδραξε το μαχαίρι του και έκοψε το δεξί αυτί του Μάλχου. Ο Ιησούς το θεράπευσε και του είπε να βάλει το μαχαίρι στην θήκη του υπενθυμίζοντας πως έπρεπε να συλληφθεί για να εκπληρωθούν οι Γραφές. Ο Πέτρος στην συνέχεια εγκατέλειψε τον Κύριο και μαζί με τους άλλους μαθητές παρακολουθούσαν από μακριά την συνοδεία μέχρι το παλάτι του αρχιερέα. Κατάφερε να παρεισδύσει στην αυλή, όπου όμως μια υπηρέτρια τον αναγνώρισε και είπε: Και συ μετά του Ναζαρηνού Ιησού ήσθα; Κι αυτός που ορκιζόταν ότι θα έδινε και την ζωή του για τον Κύριο φοβισμένος από τα λόγια μιας γυναίκας του αρνήθηκε. Ερωτηθείας για Τρίτη φορά άρχισε τώρα να παίρνει όρκους λέγοντας: Ουκ οιδα τον άνθρωπο! Και την στιγμή εκείνη λάλησε ο πετεινός και Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια του Ιησού και έκλαψε πικρά.
Το πρωί της τρίτης ημέρας μετά το Πάθος, η Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες άγιες γυναίκες που είχαν δει τον τάφο άδειο και τον λαμπρό άγγελο να τους αναγγέλλει την Ανάσταη του Κυρίου, πήγαν να μεταφέρουν την είδηση στον Πέτρο και τον Ιωάννη. Οι δύο μαθητές έτρεξαν στο μνημείο και ο αγαπημένος μαθητής φθάνοντας εκεί πρώτος άφησε τον Πέτρο να περάσει πριν από αυτόν μέσα στον τάφο, όπου είδαν τα σάβανα σε μια γωνία. Την ημέρα εκείνη καθώς φαίνεται ο αναστημένος Κύριος εμφανίσθηκε στον Πέτρο μόνο (Λουκ. 24, 34. Α΄ Κορ.15,15). Λίγο αργότερα, αφού οι μαθητές είχαν επιστρέψει στις ασχολίες τους στην λίμνη Τιβεριάδα, κι ενώ είχαν δουλέψει μάταια όλη την νύχτα, κάποιος τους φώναξε από την όχθη και τους είπε να ρίξουν τα δίχτυα άλλη μια φορά. Καθώς πάσχιζαν να τραβήξουν πάνω στο πλοίο τα εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια που έπιασαν, ο Ιωάννης είπε στον Πέτρο: Ο Κύριος εστιν! Αμέσως ο Πέτρος ζώστηκε το ιμάτιό του και ρίχτηκε στο νερό για να βγεί πιο γρήγορα στην ακτή και έπεσε στα πόδια του Ιησού. Αφού έφαγε μαζί τους για να τους δείξει ότι ήταν ζωντανός με σάρκα και οστά, ρώτησε τρεις φορές τον Πέτρο: Αγαπάς με; Και ο Πέτρος, επανορθώνοντας την τριπλή άρνησή του με την τριπλή ομολογία της αγάπης του, αποκαταστάθηκε στην θέση του κορυφαίου των Αποστόλων με την θεία δύναμη της μετάνοιας και ο Κύριος του εμπιστεύθηκε την ποιμαντορική ευθύνη της Εκκλησίας του.
Αφού παρέστη στην Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος ετέθη επικεφαλής της κοινότητας των περίπου εκατόν είκοσι μαθητών, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, προσκατερώντας ομοθυμαδόν στην προσευχή, ενώ ανέμεναν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Πρότεινε να βγεί με κλήρο ο αντικαταστάτης του Ιούδα και ο Ματθίας επέλέγη μεταξύ των Δώδεκα Αποστόλων. Την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι πληρωθέντες Πνεύματος Αγίου έφθασαν σε πλήρη γνώση του Μεγάλου Μυστηρίου της Σωτηρίας και ικανώθηκαν έκτοτε να δίνουν μαρτυρία για τον Κύριο μπροστά στα έθνη κοινοποιώντας σε διάφορες γλώσσες τα θαυμάσια του Θεού.
Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες άνθρωποι καταλήφθηκαν από κατάνυξη την ημέρα εκείνη, μετενόησαν και βαπτίσθηκαν.
Οι Απόστολοι συνέχισαν να κηρύττουν στον ναό επιτελώντας πολλά σημεία και τέρατα και έτσι φυλακίσθηκαν ξανά, αλλά ήλθε την νύχτα να τους ελευθερώσει ένας άγγελος. Οι φρουροί τους βρήκαν πάλι στον ναό και τους οδήγησαν ενώπιον του αρχιερέως. Αυτός τους υπενθύμισε την απαγόρευσή του, και ο Πέτρος απάντησε: Πειθαρχείν δει τω Θεώ μάλλον ανθρώποις, και δήλωσε ότι ήσαν μάρτυρες ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε για να χορηγήσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αφού έδειραν του Αποστόλους με βέργες τους άφησαν ελεύθερους και εκείνοι συνέχισαν καθημερινά το κήρυγμά τους.
Συνεχίζοντας τις αποστολικές περιοδείες του ο Πέτρος χειροτόνησε τον Ευόδιο επίσκοπο Αντιοχείας (7 Σεπτ.), κατόπιν τον Πρόχορο στην Νικομήδεια και τον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο στην Ηλιούπολη. Εκεί λέγεται ότι είδε τον Κύριο σε όραμα που του είπε να οδεύσει προς την Δύση. Περνώντας από την Ταρσό χειροτόνησε τον Ορκανό, στην Έφεσο τοποθέτησε τον Φύγγελο, ο οποίος αργότερα αποχώρησε από την Εκκλησία για να ακολουθήσει τον Σίμβνα τον Μάγο. Στην Σμύρνη χειροτόνησε τον Απελλή (10 Σεπτ.), αδελφό του Πολυκάρπου, στους Φιλίππους της Μακεδονίας τον Ολυμπά (10 Νοεμ.) στην Θεσσαλονική τον Ιάσωνα, στην Κόρινθο τον Σίλα και στην Πάτρα τον Ηρωδίωνα (8 Απρ.). Φθάνοντας στην Σικελία έγινε δεκτός με τιμές από τον μαθητή του άγιο Παγκράτιο και έφθασε τέλος στην Ρώμη όπου δίδασκε καθημερινά στον λαό την πίστη στην Αγία Τριάδα. Φθονώντας την φήμη του Αποστόλου, που ολοένα μεγάλωνε, ο Σίμων ο Μάγος, που είχε οδηγηθεί στην Ρώμη για να εκτελεστεί, κατόρθωσε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα Κλαύδιο με τα τεχνάσματά του και συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο πλήθος έκανε πως ανέστησε δήθεν κάποιον με τις μηχανές του. Έπαιρνε επίσης διάφορες μορφές, προκαλώντας τον θαυμασμό των θεατών. Την στιγμή που δυο δαίμονες τον σήκωναν στον αέρα, ο Πέτρος προσευχήθηκε και ο Μάγος τσακίστηκε στην γή και βρήκε οικτρό θάνατο. Το πλήθος έβγαλε κραυγές θαυμασμού μπροστά στην δύναμη που ο Θεός χορηγούσε στους Αποστόλους του και άκουσε με θέρμη το κήρυγμά του. Αφού χιροτόνησε τον Λίνο επίσκοπο Ρώμης, πέρασε στην Ταρακίνη, χειροτόνησε τον Επαινετό στην Ισπανία (30 Ιουλ.), τον Κρήσκεντα στην Καρχηδόνα(30 Ιουλ.) και φθάνοντας στην Αίγυπτο τοποθέτησε τον Ρούφο επίσκοπο Θηβαΐδος και τον άγιο Μάρκο στην Αλεξάνδρεια (25 Απρ.). Βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, κατόποιν επέστρεψε στην ρώμη για να μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς και τερμάτισε τις αποστολικές περιοδείες του, όπως λέγεται, στο Μιλάνο, φθάνοντας ίσως μέχρι την Μεγάλη Βρετανία.
Καθώς ένα άγγελος του αποκάλυψε ότι επρόκειτο να βρεί τον θάνατο στην Ρώμη, ο άγιος Πέτρος υπάκουσε το σχ΄διο της θείας Πρόνοιας και επέστρεψε στην πρωτεύουσα, όπου χειροτόνησε τον άγιο Κλήμεντα (24 Νοεμ.) ως διάδοχο του Λίνου που είχε πεθάνει. Αναφέρεται από την παράδοση ότι συνελήφθη με διαταγή του αυτοκράτορα Νέρωνα, τις δύο συζύγους του οποίου ο Απόστολος είχε μεταστρέψει, και αφού ελευθερώθηκαν οι δύο μαθήτριές του, ο Πέτρος σταυρώθηκε ανάποδα, όπως το ζήτησε ο ίδιος, γιατί έλεγε ότι αφού ο Κύριος σταυρώθηκε όρθιος, για να κοιτάζει προς την γή και τους καταδικασμένους που επρόκειτο να απελευθερώσει, ο ίδιος, ως μαθητής, ήταν πρέπον να κοιτάζει προς τον ουρανό όπου θα μετέβαινε.
***********
Ο Απόστολος Πάυλος ήταν Εβραίος από την φυλή Βενιαμίν, γεννήθηκε στην ταρσό της Κιλικίας (περί το έτος 10), σε μια από τις κοινότητες της Διασποράς που παρέμεναν φανατικά πιστές στις παραδόσεις των πατέρων τους. Έλαβε το όνομα Σαούλ και απολάμβανε από τον πατέρα του το προνομιακό καθεστώς του ρωμαίου πολίτη. Μεγάλωσε στην κοσμοπολιτική πόλη σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά ο ζήλος του για τον Νόμο ώθησε τους γονείς του να τον στείλουν στην Ιερουσαλήμ, όπου προσχωρώντας στην ομάδα των Φαρισαίων ακολουθούσε την διδασκαλία του περίφημου ραββίνου Γαμαλιήλ του Πρεσβύτερου. Συμμεριζόταν το μίσος των πατέρων του για τους χριστιανούς, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους παραβάτες του Νόμου, ενώ παρέστη και επιδοκίμασε τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Διαπνεόμενος από παράφορο μένος εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου (Πρακ. 9. 2), έμπαινε στα σπίτια, άρπαζε άνδρες και γυναίκες και τους έρριχνε στην φυλακή. Αφού έλαβε συστατικές επιστολές από τον αρχιερέα, πήρε τον δρόμο για την συναγωγή της Δαμασκού, με σκοπό να φέρει σιδηροδέσμιους στο Ιεροσόλυμα τους οπαδούς του Χριστού που θα έβρισκε εκεί.
Πλησιάζοντας στην Δαμασκό, αίφνης τον τύλιξε με την λάμψη του ένα φώς εξ ουρανού. Πέφτοντας κατά γης, άκουσε μια φωνή που έλεγε: Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; - Τις ει, Κύριε; Ρώτησε τότε. –Εγώ ειμί Ιησούς, ον συ διώκεις, απάντησε η φωνή και του είπε να μπει στην πόλη (Πραξ. 9,4). Ο Σαύλος σηκώθηκε, αλλά δεν μπορούσε πια να δει τίποτε, καθώς τα μάτια του λες και είχαν καεί από την σφοδρή λάμψη του φωτός εκείνου, που μόνον αυτός είχε δει, και χρειάστηκε να τον οδηγήσουν στην Δαμασκό οι σύντροφοί του. Έμεινε τρεις ημέρες δίχως να φάει και να πιεί τίποτε μέχρι την στιγμή που ένας μαθητής, ονόματι Ανανίας (1 Οκτ.), ειδοποιημένος από άγγελο, ήλθε να επιθέσει πάνω του τα χέρια του στο Όνομα του Χριστού για να του δώσει πάλι το φώς του, και τον Βάπτισε. Έχοντας γίνει άλλος άνθρωπος και πλησθείς Πνεύματος Αγίου, ο Πάυλος ξεκίνησε να διακηρύττει τον Ιησού Υιό Θεού στις συναγωγές προς κατάπληξιν των Εβραίων που τον είχαν ακουστά ως ορκισμένο εχθρό των χριστιανών. Τελικά αποφάσισαν να τον σκοτώσουν, αλλά εκείνος το έμαθε και μπόρεσε να διαφύγει με την βοήθεια των μαθητών του, που τον κατέβασαν νύχτα από τα τείχη με ένα καλάθι, μετέβη τότε στην Αραβία, ανατολικά της Ιορδανία (Γαλ. 1, 17), όπου πέρασε δύο χρόνια, προετοιμαζόμενος για τις αποστολές του στην ησυχία με νηστεία και προσευχή.
Από την στιγμή εκείνη όλη η ζωή του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην υπηρεσία του Κυρίου, υπό του οποίου κατελήφθη, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, προς το βραβείο της άνω κλήσεως, το οποίο ο Θεός επιφυλάσσει εν Χριστώ στους πιστούς υπηρέτες του (Φιλ. 3, 14). Μπορούσε να καυχάτε: Εγώ γαρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω, και να δηλώνει μεγαλοφώνως: ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δεν εν εμοί Χριστός! (Γαλ. 2, 20). Ο Κύριος εμφανίσθηκε πράγματι σε αυτόν με πολλά οράματα και αποκαλύψεις. Μια ημέρα δε ανερπάγη μέχρι τρίτου ουρανού και εκεί άκουσε άρρητα ρήματα που κανένας άνθρωπος πριν από αυτόν δεν είχε ακούσει (Β΄ Κορ. 12). Αντί να καυχάται όμως για τις εξαιρετικές αυτές αποκαλύψεις, αναλωνόταν απεναντίας ακόμη περισσότερο στο ευαγγελικό έργο του με μια ορμή που τον έκανε να περιφρονεί κάθε κίνδυνο. Επτά φορές φυλακίσθηκε, πέντε φορές μαστιγώθηκε από τους Ιουδαίους, τρείς φορές δάρθηκε με βέργες, μια φορά λιθοβολήθηκε και τρεις φορές ναυάγησε.
Ωστόσο σεμνύνονταν για όλες αυτές τις ταλαιπωρίες και χαιρόταν για τους ονειδισμού και του διωγμού που υπέμενε για τον Χριστό, διότι ο Κύριος του είχε ο Ίδιος δηλώσει σε όραμα: Αρκεί σοι η χάρις μου· η γαρ δύνμίς μου εν ασθενεία τελειούται (Β΄ Κορ. 12, 9). Εκπληρώνοντας την αποστολή του με σημεία, με τέρατα και με την δύναμη του Πνεύματος, από την Ιερουσαλήμ εως την Ιλλυρία και τα πέρατα της Δύσεως, ο Απόστολος εμφανιζόταν εν ασθενεία και εν φόβω και τρόμω, χωρίς ο λόγος του να διαθέτει το παραμικρό από την σοφία του κόσμου και χωρίς να θέλει να διακηρύξει τίποτε άλλο ει μη μόνον Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον (Α΄ Κορ.2). Έγινε τοις πάσι τα πάντα, για να σώσει πάντως τινάς, γεννώντας εν Χριστώ μαθητές, για τους οποίους δεν θα έπαυε να υποφέρει οικειοθελώς, μέχρι που να μορφωθεί πλήρως ο Θεός εντός τους, με την χάρη του Πνεύματος της υιοθεσίας (Γαλ.4).
Φθάνοντας στην Θεσσαλονίκη, ο Παύλος ως συνήθως κατευθύνθηκε στην συναγωγή για να κηρύξει πρώτα στους Εβραίους τον αναστάντα εκ νεκρών Χριστό. Μερικοί από αυτούς πείσθηκαν, καθώς και πλήθος εθνικών μαζί με ορισμένες κυρίες της υψηλής κοινωνίας. Οι Εβραίοι ωστόσο δεν έπαψαν να δημιουργούν προβλήματα και ειδοποίησαν τις Αρχές, κατηγορώντας του Αποστόλους ότι ενεργούσαν εναντίον των προσταγμάτων των αυτοκρατόρων κηρύσσοντας μιαν άλλη πίστη, τον Ιησού. Ο Παύλος και ο Σίλας έφυγαν κρυφά την νύχτα από την πόλη και μετέβησαν στην Βέρροια, όπου οι Εβραίοι υποδέχτηκαν με θέρμη το κήρυγμά τους και ακολούθησαν πολλές μεταστροφές. Έφθασαν όμως από την Θεσσαλονίκη ταραχοποιοί και ο Παύλος αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα, αφήνοντας τον Σίλα και τον Τιμόθεο πίσω του για να στερεώσουν το έργο που είχε γίνει.
Φθάνοντας στην πρωτεύουσα του Ελληνισμού, ο Παύλος αναστατώθηκε βλέποντας την πόλη αυτή γεμάτη είδωλα. Συζητούσε με τους Εβραίους στην συναγωγή, και κάθε μέρα στην αγορά με περαστικούς, φιλοσόφους ή ανθρώπους πάντα περίεργους για κάτι καινούργιο. Παίρνοντας τον λόγο μια ημέρα, όρθιος στην μέση του Άρειου Πάγου, ο Απόστολος τους είπε ότι περπατώντας στην πόλη είχε δει έναν βωμό με την επιγραφή «Στον άγνωστο Θεό». Ο ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ καταγγέλλω υμίν… (Πραξ. 17, 23) είπε με δυνατή φωνή. Και συνέχισε τον λόγο του για τον Θεό Δημιουργό του ουρανού και της γής, χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τις καλύτερες διαισθήσεις των εθνικών φιλοσόφων σε σχέση με την θεία κλήση του ανθρώπου. Όταν όμως άρχισε να μιλάει για έναν άνθρωπο που αναστήθηκε εκ νεκρών, οι ακροατές του τον κορόιδεψαν, εκτός από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (3 Οκτ.), μια γυναίκα που λεγόταν Δάμαρις και μερικούς άλλους που ασπάστηκαν την Πίστη.
Επόμενος σταθμός ήταν η Κόρινθος, όπου έμεινε στο σπίτι της Πρίσκιλλας και του Ακύλα (13 Φεβρ.), οι οποίοι είχαν για τέχνη όπως κι αυτός να φτιάχνουν σκηνές. Όλη την εβδομάδα δούλευε για να βγάλει το ψωμί του, χωρίς να επωφελείται από το δικαίωμά του να ζει από το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να μην είναι βάρος σε κανέναν και να μην δίνει λαβή για κατηγορίες στους αντιπάλους του (Α΄Κορ. 3, 11). Το Σάββατο συζητούσε στην συναγωγή. Συναντώντας για άλλη μια φορά την αντίσταση των Εβραίων, στράφηκε προς τους εθνικούς και πολλοί Κορίνθιοι βαπτίσθηκαν. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, ο Παύλος δεν βάπτιζε ο ίδιος, διότι έργο του ήταν θεμέλιον θείναι δια του κηρύγματος του Ευαγγελίου (Α΄Κορ. 14, 40), επιδιώκοντας τα πνευματικά χαρίσματα, κορυφαίο μεταξύ των οποίων είναι η αγάπη, για να οικοδομηθούν από κοινού σε ένα Σώμα.
Αφού η δίκη στο αυτοκρατορικό δικαστήριο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Παύλος αφέθηκε ελεύθερος και πιθανώς από την Ρώμη να πήγε στην Ισπανία, όπως το επιθυμούσε από καιρό (Ρωμ. 15, 24). Φαίνεται πως έκανε μετά ένα άλλο ταξίδι στην Ανατολή, περνώντας από την Κρήτη, την Μικρά Ασία, την Τρωάδα και την Μακεδονία, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του προς Τιμόθεον και Τίτον. Συνελήφθη ξανά (67), κάτω από περιστάσεις που παραμένουν άγνωστες, οδηγήθηκε στην Ρώμη μόνος με τον λουκά και υποβλήθηκε σε φυλάκιση πολύ πιο επώδυνη από την πρώτη κράτησή του. Από το βάθος του ανθυγιεινού, σκοτεινού και υγρού κελιού του, ο Απόστολος έγραφε: Ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα. Λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαοσύνης στέφανος… (Τιμ. Β΄ 4,7). Αφού δικάστηκε ως Ρωμαίος πολίτης αποκεφαλίσθηκε στην οδό της Όστια και σε κοντινή απόσταση από την πόλη. Αναφέρεται ότι η κεφαλή του Αποστόλου αναπήδησε τρεις φορές στο έδαφος και ότι ανάβλυσαν τρείς πηγές.
Την μνήμη των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων τιμούμαι την εικοστή ενάτη (29η) Ιουνίου.
(Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ" ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ
Αρχιμ. Χρυσόστομος Μυλωνάς
Πρεσβύτερος Βασίλειος Γιαννακόπουλος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ-ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Πρεσβύτερος Βασίλειος Νικολόπουλος
Πρεσβυτέρα Νικολίτσα Γκοτσοπούλου
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Πρωτ. Βασίλειος Πετρόπουλος
ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ
Αρχιμ. Χρυσόστομος Μυλωνάς
Πρεσβύτερος Βασίλειος Γιαννακόπουλος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ-ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Πρεσβύτερος Βασίλειος Νικολόπουλος
Πρεσβυτέρα Νικολίτσα Γκοτσοπούλου
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Πρωτ. Βασίλειος Πετρόπουλος