Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ


Η τελετή του Νιπτήρος στο ιερό νησάκι της Πάτμου.
Στο δροσόχαρο νησάκι των θείων οραματισμών, την μικρή ιερή Πάτμο, εδώ και τετρακόσια χρόνια, σαν από παράδοση αναπαριστάνεται, κάθε χρόνο, την Μεγάλη Πέμπτη, το θείο δράμα του Μυστικού Δείπνου, που ούτε ο χρόνος, ούτε η μακρόχρονη σκλαβιά του νησιού μας, κάτω από τους Τούρκους, Ιταλούς και Γερμανούς, δεν μπόρεσαν να σβύσουν, σαν τον πιο δυνατό κι' άρρηκτο κρίκο της χριστιανοεθνικής του ενότητας, τον θρησκευτικό, του αγιοποδοπατημένου νήσιού μας, που στάθηκε φάρος ολόφωτος και μια υπέροχη πνευματική ακρόπολις, στο σύνολο του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, το βορειότερο όλων, στο πέρασμα τόσων αιώνων... Η αναπαράστασις αυτή, μια εικονική σκηνή, είναι μια τελετή, που κλει μέσα της πολλή μεγαλοπρέπεια, θρησκευτικότητα και μαζί γραφικότητα. Λαμβάνει χώραν, ακόμα και σήμερα, στην Αγία πόλη της Ιερουσαλήμ και της Αντιοχείας. Αποτελεί σημαντικό γεγονός κατά τις ιερές μέρες της Μεγαλοβδομάδας, όχι μόνο για το νησί της Πάτμου, μα και για τα γύρω νησιά της Σάμου, της Ικαρίας, της Λέρου, της Καλύμνου, και παλαιότερα για τις απέναντι παραλιακές πόλεις της Μ. Ασίας. Στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής είχε, σημαντικά, περιορισθή ο αριθμός των προσκυνητών, που προσερχόντουσαν μ' ευλάβεια στο νησάκι μας για να παρακολουθήσουν την λαμπρή αυτή τελετή. Τώρα, μετά την απελευθέρωση παίρνει και πάλι την παλιά της αίγλη η τελετή του Νιπτήρος, έτσι που να αποτελή, στην ήσυχη ζωή του γαλήνιου νησιού μας, μεγάλης θρησκευτικής σημασίας γεγονός.
***
Η θρησκευτική αυτή τελετή του ιερού Νιπτήρος μαρτυρείται από τον Δ' αιώνα. Και συγκεκριμένα από τη σύνοδο της Ελβίρας, γύρω από τα 300 μ.Χ. Ήταν δε σε χρήση από πάμπολλα μοναστήρια, ιδίως επισκοπές, στους μέσους χρόνους. Κυρίως οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, από μίμηση προς το μεγάλο παράδειγμα του πράου Ναζωραίου, έπλυναν στο «παλάτιόν» τους, τα πόδια δώδεκα φτωχών πολιτών τους, φιλοδωρώντας τους στο τέλος. Η όλη τελετή, ή καλύτερα η εικονική αυτή αναπαράστασις, δεν είναι παρά μια ανάμνησις και απομίμησις της έμπρακτης διδασκαλίας του Κυρίου, που θέλησεν έτσι απλά, με το παράδειγμά του αυτό το συμβολικό, πλένοντας τα πόδια των μαθητών του, να διδάξη την απέρριτη ταπεινιφροσύνη προς το πλήρωμα του πλανήτου μας, τους ανθρώπους.
***
Την Μεγάλη Τετάρτη, σε μια από τις δυο κεντρικές πλατείες της Χώρας, πότε στου Ξάνθου και πότε στου Πατρ. Θεοφίλου Β', εναλλάξ, προς το βράδυ, στήνεται μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα, σχεδόν τετράγωνη, από συνεργείο της δημογεροντίας. Στη γλώσσα του νησιού μας λέγεται «νιχτήρας». Κι' έτσι την αποκαλούν μικροί και μεγάλοι. Τριγύρω της τα παιδιά, τα ως τα χθές «σκλαβόπουλα», στήνουν το πιο τρελλό παιδιάστικο κυνηγητό τους. Από τα βαθειά ξημερώματα, της Μεγάλης Πέμπτης, αρχίζει ο διάκοσμός της. Ξεφτέρια κι' ασημένιοι σταυροί, σ' απόσταση, με αψίδες από βάγια και μυρτιές, και ταπέτα βαρύτιμα στρωμένα χάμω, της δίδουν μια μεγαλόπρεπη θωριά. Η αψίδα της εισόδου, η κεντρική, είναι φτιαγμένη από πανεύοσμα ανοιξιάτικα λουλούδια του νησιού, π' ανάμεσά τους κυριαρχούν τα ολάνθιστα κλωνάρια, με τα μενεξεδιά λουλούδια, της νάρδου, «λαμπρής» ως την ονομάζουν, με την πιο λιγόθυμη οσμή. Πάνω στην εξέδρα έχουν τοποθετηθή δώδεκα καθίσματα. Έξη αριστερά, κι' εξη δεξιά. Και στη μέση μια πολυθρόνα απέναντι στην είσοδο, για τον Ηγούμενο. Στο κέντρο είναι τοποθετημένο ένα τραπεζάκι, που πάνωθέ του φέρει ένα ασημένιο νιπτήρα. Τα πανύψηλα γύρω δένδρα -της πλατείας Ξάνθου- με την ολοπράσινη φυλλωσιά τους, ρίχνουν ανάλαφρη την προστατευτική σκιά τους, στο συνωστιζόμενο πλήθος, κάτω από τον καφτερό ανοιξιάτικο ήλιο, που σε απόλυτη σιγή, με συγκινητική κατάνυξη, παρακολουθεί τη γοργή εξέλιξη της θρησκευτικής αυτής παραστάσεως από τους μοναχούς-Αδελφούς της Μονής, που υποδύονται το ρόλο των μαθητών, αναπαριστάνοντας το θείο δράμα του Μυστικού Δείπνου.









***
Μεγάλη Πέμπτη. Η ώρα είναι έντεκα το πρωΐ. Στο μοναστήρι μέσα έχει τελειώσει η θεία λειτουργία, του Μεγ. Βασιλείου, με το χαρακτηριστικόν αντίδωρο, «το μαργαρίτη», που φυλάσσεται από όλο το νησί για δύσκολες στιγμές, ίδίως επιθανάτιες. Οι μοναχοί της Μονής, μ' επικεφαλής τον Ηγούμενό τους, κατευθύνονται στην κοινοτική εκκλησιά της Μεγάλης- Παναγιάς, σαν από παλιό έθιμο. Όλοι τους οι ιερείς είναι αλλαξοφορεμένοι με ομοιόμορφα, βαρύτιμα, πορφυρόχρυσα βυζαντινά άμφια, δώρα βυζαντινών χρόνων της Μονής, που σώζονται θαυμάσια, ανέπαφα από το χρόνο ως σήμερα. Οι μεγάλες καμπάνες του Μοναστηριού μας χτυπούν βαρειά κι'αργά. Γλυκά δονείται η ατμόσφαιρα του νησιού όλου από το βαρειόηχό τους. Στη γλυκειά ανοιξιάτικη φύση όλα είναι μάγεμα. Το νησί σ' ένα θρησκευτικό παραλήρημα, με βαρειά κατάνυξη, όλη τούτη τη βδομάδα, ζη ξεχωριστά και με ιδιαίτερο χρώμα τα σεπτά Πάθη του Κυρίου. Από τη Μεγάλη-Παναγιά ανά δυο-δυο οι ιερείς, ονοματισμένοι όλοι τους με τόνομα κι' ενός μαθητού του Ιησού, ξεκινούν για την προκαθωρισμένη πλατεία. Πίσω τους έρχεται ο Ηγούμενος μ' ένα βυσσινί μανδύα περιβεβλημένος, κρατώντας την πατερίτσα του -σαν πατριαρχικός Έξαρχος- κι' ένα μικρό χρυσοποίκιλτο ευαγγέλιο, ανάμεσα σ' ένα στοίχο από τέσσερης διάκους. Και όλοι τους -ιερείς και Ηγούμενος- φέρουν, σαν ιερομόναχοι, επανωκαλλύματα, που προσδίδουν σοβαρότητα και γραφικότητα στην αργοδιαβαίνουσα πομπή τους. Μπροστά τους προπορεύεται ένας απλός μοναχός, κρατώντας ένα τεράστιο ασημένιο «μανουάλι» και το «ύδωρ του νιπτήρος» σ' ένα ασημένιο «μπρίκι». Τελευταίος έρχεται ο εκκλησιάρχης, που πάντα είναι και ο καλλιφωνότερος όλων, σαν πρώτος ψάλτης της Μονής, ψέλνοντας τον ν' ψαλμό «ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...» Οι μαθητές κι ο Διδάσκαλος έχουν πια φθάσει σ' ένα από τα δυο παρεκκλήσια της αγιά-Φωτεινής ή τ' άη-Γιώργη, ανάλογα με την πλατεία, όπου θα λάβει χώραν η τελετή του Νιπτήρος. Πρώτος ο εκκλησιάρχης θα πάρη θέση, απέναντι στην εξέδρα, σ' ένα περίβλεπτο σημείο, απ' όπου θα διαβάση τις ανάλογες περικοπές κι' από τα τέσσερα ευαγγέλια. Οι τέσσερες διάκοι θυμιάζοντας με τα μεγάλα, ασημόηχα θυμιατά τους, οδηγούν δυο-δυο τους ιερείς-μαθητές στην εξέδρα, όπου ανεβαίνοντας, μετά από μια βαθειά αλληλοϋπόκλιση, κάθονται στα καθίσματά τους, εκατέρωθεν, από τα έξω προς τα μέσα. Και ακολουθούν τη σειρά, ως φέρονται από το Διδάσκαλό τους αγρευθέντες στην πορεία του διά της Γαλιλαίας, σαν μαθητές του, αρχή κάνοντας από τους υιούς του Ζεβεδαίου. Έτσι συνεχίζουν, ωσότου μεταφέρουν και τους δώδεκα. Ο τελευταίος είναι ο Ιούδας. Το ρόλο του παλαιότερα, κατά παρέκκλιση, ανελάμβανε να διαδραματίση ένας πολίτης, «κοσμικός», σ' αντίθεση προς το κληρικός. Κι' αμείβονταν με ... πενήντα γρόσια κι' ένα τυρομύζηθρο. Έπειτα, όμως, ο ρόλος του Ιούδα ανατίθονταν σ' ένα μοναχό, σαν τον Πολύκαρπο ή τον Ισίδωρο. Στο τέλος φτάνει ο Ηγούμενος και μαζύ του ανεβαίνουν στην εξέδρα οι τέσσερης διάκοι, στέκοντας πλάϊ του. Στο αναμεταξύ ο εκκλησιάρχης ψέλνει αργά, σ' ένα άφθαστο βυζαντινό μέλος, το απολυτίκιο «ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο» και την καταβασία «τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι οι Απόστολοι». Μόλις πάρουν θέση όλοι τους στην εξέδρα, τότε αρχίζει να ξετυλίγεται, διαλογικά αρχικά, και μετά, με δυο συμβολικές πράξεις, το όλο δράμα του ιερού Μυστικού Δείπνου. Στο πρώτο του μέρος -όπως τον διαιρούν σε τρία- γίνεται μιά, πλατειά, διδασκαλία από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης του «αγαπάτε αλλήλους», σ' ένα διάλογο σύντομο, πλούσιο από παραστάσεις και θεόπνευστα νοήματα. Και ακολουθεί, σαν δεύτερο μέρος, σε συνέχεια, το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών, που αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη της ταπεινοφροσύνης του Ιησού. Τρίτο μέρος είναι εκείνο, που διαδραματίζεται η αγωνία του Κυρίου, με την προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, όπου δοκιμάζεται σαν άνθρωπος, για να υπερισχύση, στο τέλος, και κατισχύση, θριαμβικά, σαν Θεός!
***
Ο Ευαγγελιστής, από την περίοπτη θέση του, διαβάζει μελωδικά, αργά, περικοπές από τα κατά Ιωάννην, Ματθαίον και Μάρκον ευαγγέλια, από το διάλογο που διαμείβεται μεταξύ Διδασκάλου και μαθητών, ενώ εκείνος επαναλαμβάνει, στερεότυπα, μπροστά από κάθε ερώτηση και απάντηση: «ο δε είπεν» και «οι δε είπον». Πρώτο ευαγγέλιο διαβάζεται το κατά Μάρκον «τω καιρώ εκείνω παραλαμβάνει ο Ιησούς τους δώδεκα μαθητάς αυτού και ήρξατο λέγειν αυτοίς τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν», που το ακολουθεί αμέσως ο διάλογος πούναι παρμένος από όλα τα ευαγγέλια, το κατά Ιωάννην Δ' (10-11), Ματθ. Κ' (22-29) και Μαρκ Ι' (32-45), εξιστορώντας τα μέλλοντα να συμβούν εις αυτόν, αφού θερμά τους συνιστά νάχουν αγάπη ανάμεσά τους. Κι' έρχεται, μετά το διάλογο αυτό, το δεύτερο μέρος, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών. Ο ευαγγελιστής διαβάζει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ εις τας χείρας,εγείρεται εκ του δείπνου και τίθησι τα ιμάτια αυτού. Και λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν: είτα βάλλει ύδωρ εις τον νιπτήρα και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών...» Τη στιγμή αυτή ο Ηγούμενος ζώνει στη μέση του ένα βελουδένιο, βυσσινί τετράγωνο άμφιο, το «λέντιον» και αμέσως βάζει νερό από το«μπρίκι» στον νιπτήρα. Αρχίζει δε από τον Ιούδα να πλένη τα πόδια των μαθητών, που δεν είναι τίποτ' άλλο, παρά ένα ράντισμα μ' ανθόνερο, το γνωστό στο νησί μας «ροδόσταμο», με το «κανί», στις συμβολικά αποκαλυπτόμενες κνήμες των μοναχών. Είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος της σκηνής αυτό μαζύ με την άρνηση του Πέτρου -αξέχαστος στο ρόλο αυτό ο αείμνηστος μοναχός Μπακρατάκης-, που μετά την επιτίμηση του Διδασκάλου, δέχεται «ου μόνον τους πόδας, αλλά τας χείρας και την κεφαλήν», να του πλύνη Εκείνος.
***
-«Τότε έρχεται ο Ιησούς συν τοις μαθηταίς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν», διαβάζει ο ευαγγενιστής, ο δε Ηγούμενος με τους τρεις παραπάνω μαθητές κατεβαίνει από την εξέδρα, και εκείνος μεν πορεύεται προς την άκρη της πλατείας, ενώ αυτοί μπροστά από την εξέδρα, πλάϊ στην κυρία είσοδο, πάνω σε προσκέφαλα γονυκλινούν, κατ' εντολήν Εκείνου: «μείνατε ώδε, γρηγορείτε...» Εδώ διαδραματίζεται το τρίτο μέρος του Μυστικού Δείπνου. Μέσ' απ' αυτό πηγάζει η δοκιμασία του Ναζωραίου, που η ψυχή του είναι περίλυπη μέχρι θανάτου, για να ανακράξη τελικά «ουχί ως εγώ, αλλ' ως σύ...». Δοκιμάζεται όμως ταυτόχρονα και η αφοσίωσις των μαθητών του προς το πρόσωπό του, στην πιο δύσκολη στιγμή του δράματός του. Στην άκρη της πλατείας, όπου έφτασεν ο Ηγούμενος προσεύχεται μπροστά από την εικόνα του «Ερχομένου», μια μεγάλη παμπάλαιη εικόνα τέμπλου, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, από τα κειμήλια της Μονής μας. Είναι η εικονική προσευχή του Ιησού στο Όρος των Ελαιών. -«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί παρελθέτω το ποτήριον τούτο...». Και πάλιν «πλην ουχ' ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ...» (Ματθ.ΚΣΤ' 40-42). Και ξαναγυρνά στον ίδιο τόπον της προσευχής. Η αδημονία και η λύπη τον θλίβουν. Και επαναλαμβάνει «ου δύναται το ποτήριον τούτο παρελθείν;..» Για δεύτερη φορά επιστρέφοντας τους βρίσκει νάχουν βαρειά τα βλέφαρα. Και γυρνά για τρίτη φορά να προσευχηθή στον ουράνιο Πατέρα του, ενισχυμένο τώρα πια για το ρόλο που τούταξε να διαδραματίση στη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, με πιότερη απόφαση «άγωμεν, ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται, ίνα δοξασθή... Ματθ. ΚΣΤ' 44-46) κράζει προς τους μαθητές του που εγείρονται από το βαθύ τους ύπνο, καθώς για τρίτη φορά έρχεται κοντά τους. Οι τρεις ιερείς σηκώνονται από την γονυκλινή θέση τους. Και με τον Ηγούμενο μαζύ ανεβαίνουν πάλι στην εξέδρα. Εδώ τελειώνει η συμβολική παράστασις του Μυστικού Δείπνου. Ο Ηγούμενος παίρνει θέση στην είσοδο της εξέδρας, κρατώντας το ευαγγέλιο και μια μικρή ανθοδέσμη, τη «μαντζουράνα» κατά την τοπική μας διάλεχτο, για να ραντίση με το αγιασμένο νερό του νιπτήρος το πλήθος που θα περάση μπροστά του ασπαζόμενο το ιερό ευαγγέλιο και να αλληλοευχηθούν τα «χρόνια πολλά» ή τα «σπολάτες», δηλαδή τα πολλά έτη των χωρικών μας. Τέλος με την ίδια τάξη, ενώ βροντόηχα και πάλι χτυπούν οι καμπάνες του Μοναστηριού μας, γυρνούν οι μοναχοί στο αιώνιο κατάλυμά τους, το γκρίζο αυτό βυζαντινό κάστρο, που στάθηκε ανά τους αιώνες ιερή κιβωτός των πιο μεγάλων παρακαταθηκών του Έθνους και της Θρησκείας. Κι' ένας λαός, θεία μυσταγωγημένος, με ψυχή μεταρσιωμένη, σκορπιέται στα σπιτικά του, γαλήνιος, οιστρηλατημένος μπορεί να πη κανείς, για να συνεχίση την υπόλοιπη Μεγαλοβδομάδα με τις σπάνιες θρησκευτικές τελετές, με την ίδια κατάνυξη, την ίδια θρησκευτική συγκίνηση, κάτω από την πιο γλυκειά φύση, με την ασάλευτη γαλήνη, του νησιού εκείνου που ενέπνευσε τους θεόπνευστους οραματισμούς, της μικρής μας πανσέβαστης Πάτμου.

Θ.Γ.Αξελός, Από το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», 1 Μαίου 1951, σελ. 665-668.