ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
+ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ (ΤΙΜΙΑΔΗΣ)
___________Σαν σήμερα, τέσσερα χρόνια πρίν, δηλ. στις 22 Φεβρουαρίου 2008, πλήρης ημερών κοιμήθηκε εν Κυρίω ο πολυσέβαστος και πολιός Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου κυρός Αιμιλιανός, ο οποίος κατά τήν δεκαετία 1990-1999 ερχόταν κοντά μας ως φιλοξενούμενος κατά την περίοδον των εορτών Χριστουγέννων καί Πάσχα καί κατά τό θέρος, από δε του έτοπυς 1999 ήλθε και εγκαταστάθηκε μονίμως στο Αίγιο και έμεινε υπό την υιϊκή μας προστασία μέχρι της θανής του. Μας άφησε πολύτιμη κληρονομία το γήϊνο φόρεμά του, δηλ. το ασκητικό σαρκίο του, αφού ενταφιάσθηκε στο Κοιμητήριο του Αιγίου. Εκεί τώρα πλέον αναπαύεται.
_________Σαν απόδειξη, ότι δεν τον λησμονούμε, προβαίνουμε στη σημερινή μας ανάρτηση. Ερέθισμα στάθηκε ένα δημοσίευμα του περιοδικού "ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ", το οποίον εκδίδεται από το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εδρεύει στο Chambesy της Γενεύης. Ο συντάκτης της νεκρολογίας, που δημοσιεύθηκε τότε (31.03.2008) στο προαναφερθέν περιοδικό με το γενικό τίτλο IN MEMORIAM δεν βρήκε να γράψει δυό λόγια καλωσύνης για την Μητρόπολή μας, η οποία δέχθηκε τόν αείμνηστο Ιεράρχη με περισσή αγάπη και περισσότερη τιμή. Το σχετικό δημοσίευμα μας απέστειλε πολύ πρόσφατα φίλος κληρικός του Εξωτερικού μέ υπογράμμιση της σχετικής περικοπής. Εμείς τό είχαμε λησμονήσει. Ο συντάκτης του άρθρου π. Γεώργιος Τσέτσης, γνωστός μας από δεκαετίες, αρκέσθηκε να γράψει έτσι ξερά τούτα τα λόγια: "στη συνέχεια δε εγκατεστάθη στο Αίγιο" καί τίποτε περισσότερο! Έστω λοιπόν το σημείωμα τούτο σαν συμπλήρωμα της σκληρής κριτικής, την οποία καταγράψαμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έναν Ιεράρχη του Θρόνου είχαμε φιλοξενήσει, προς τον Οποίον είχαμε προσφέρει τά πάντα: πρωτοκαθεδρία, ιερό Θυσιαστήριο, προσωπικό οδηγό καί όχημα, διάκονο πλήρως αφοσιωμένο κοντά του, σεβασμό, θαλπωρή, στέγη, τροφή, τομείς δραστηριότητος, ελευθερία κινήσεων, τιμή καί δόξα και προστασία στα γηρατειά του, .....τα πάντα. Όλα αυτά ήσαν ο έμπρακτος σεβασμός μας πρός τον Οικουμενικό Θρόνο, στη δύναμη του Οποίου ανήκε ο αείμνηστος Μητροπολίτης. Θα ήταν λοιπόν δίκαιο να ακουσθή ένας λόγος καλωσύνης για τούς συνεργάτες μας οι οποίοι τον διακόνησαν μέχρι της τελευταίας του πνοής.
_____________Τιμώντας την μνήμη του προχθές Ψυχο-Σάββατο 18 Φεβρουαρίου ε.ε. τελέσθηκε Μνημόσυνο στον Καθεδρικό ιερό Ναό της Φανερωμένης Αιγίου. ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ, πολυσέβαστε Γέροντα!
+ Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012
********************
Ο αποχαιρετισμός του Μητροπολίτη κ. Αμβροσίου
(Από την Εφημερίδα "ΕΡΕΥΝΑ" της 27ης Φεβρουαρίου 2008)
Σε σύντομο αποχαιρετισμό του ο κ. Αμβρόσιος είπε:
- «Ήλθε κοντά μας, άγνωστος μεταξύ αγνώστων και γρήγορα έγινε οικείος. Τον δεχθήκαμε με περισσή στοργή κι Εκείνος ταυτίστηκε μαζί μας. Βρήκε τη θαλπωρή η οποία τόσο του έλειπε. Βρήκε την αγάπη που τόσο ποθούσε. Βρήκε το άγιο Θυσιαστήριο το οποίο τόσο τον έτρεψε. Βρήκε την οικογένεια, που τόσο είχε ανάγκη. Βρήκε την προστασία, τόσο απαραίτητη στα γηρατειά. Ήταν 82 ετών όταν ήλθε κοντά μας και έφυγε στα 95! Τι ευλογία Θεού για Εκείνον και για μας. Ήταν για μας δώρο Θεού και ιερό θησαύρισμα. Στο καλό σεπτέ Γέροντα. Να προσεύχεσαι για μας, για όλους εμάς. Να δέεσαι υπέρ ημών στο Θρόνο της Μεγαλωσύνης. Κι εμείς δε θα σε ξεχάσουμε.
Και να θέλαμε να σε λησμονήσουμε δε μας το επιτρέπει το Συνεδριακό Κέντρο στον Ελαιώνα που ονομάσθηκε «Σήμαντρο». Αυτό είναι το μεγάλο δώρο που μας άφησες εδώ στο Αίγιο με το σύντομο πέρασμά σου. Ήταν ένα όραμα της ζωής σου. Για την υλοποίησή του μας εμπιστεύθηκες μια μεγάλη δωρεά σε καυτό-ρευστό χρήμα. Ήταν το προϊόν από την εκποίηση της κατοικίας σου στη Γενεύη. Ένα εκατομμύριο ευρώ (1.000.000€) ήταν το αρχικό κεφάλαιο, η προσφορά σου σ’ ένα έργο που τελικά κόστισε 4.300.000€ σε μας και περίπου ένα εκατομμύριο (1.000.000€) επί πλέον στον μισθωτή επιχειρηματία κ. Κοντάκη που ανέλαβε να το λειτουργήσει.
Στις 22 Απριλίου 2008 αρχίζει να λειτουργεί. Εσύ, Γέροντα, έφυγες λίγο νωρίτερα, για να μην ακούσεις τους επαίνους μας, για να μη δεχτείς ζωντανά την ευγνωμοσύνη μας».
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΕΠΙΣΚΕΨΗ"
«ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» - ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
ΕΤΟΣ 39ο – ΑΡΙΘ. 685
31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008
IN MEMORIAM
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ(+)
Την 22α Φεβρουαρίου 2008 εξεδήμησε προς Κύριον «εν γήρει πίονι» και «εργασάμενος τας εντολάς του Κυρίου» ο Μητροπολίτης Σηλυβρίας κυρός Αιμιλιανός, ο Τιμιάδης. Ήταν ο τελευταίος από τους τέσσαρες Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τους οποίους είχε μορφώσει και παραδώσει στον Θρόνο η Χαλκίτις Ιερά Θεολογική Σχολή, άμα τη λήξει του Ακαδημαϊκού έτους 1940-1941. οι κοιμηθέντες προ αυτού κατά τα τελευταία έτη συνταξιώτες του στην Τροφό Σχολή ήταν, οι μακαριστοί Μητροπολίται Κολωνίας Γαβριήλ, ο Πρεμετίδης (2003+), Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος, ο Κωνσταντινίδης (2006+), και Προύσης Διονύσιος, ο Ψιάχας (2007+). Ιεράρχες που από διάφορες επάλξεις και σύμφωνα ο καθείς με την ιδιοσυγκρασία του και τα χαρίσματα με τα οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, διακόνησαν επί έξι και πλέον δεκαετίες την Μητέρα Εκκλησία και την Ορθοδοξία γενικά.
Ο αειμνηστος Μητροπολίτης Σηλυβρίας, γνωστός σε πολλούς, ορθοδόξους τε και μη, και ως «ο πατήρ Τιμιάδης», γεννήθηκε το 1916 στο Ικόνιο της Καππαδοκίας, έφερε δε το όνομα του εκ μητρός θείου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, μαζί με την εικοσιτετράχρονη και ήδη χήρα μητέρα του, την συμπαθέστατη «κυρά Κασσιανή», και τα τέσσαρα αδέλφια του, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου διήκουσε και τα πρώρα γράμματα. Αρχικά σπούδασε εμπορικά. Ωστόσο, οι πνευματικοί του δεσμοί με κύκλους του ανθούντος τότε κινήματος της «Ζωής» στην ελληνική κοινωνία, συνετέλεσαν στην ωρίμανση της σκεψεώς του να σπουδάση θεολογία. Πράγμα το οποίο έπραξε εγγραφόμενος στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1935.
Διάκονος εχειροτονήθη στις 8 Αυγούστου 1940 από τον Σχολάρχη του, Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Αιμιλιανό, κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του. Μετά δε την αποφοίτητσή του και την χειροτονία του σε περεσβύτερο την 29η Ιουνίου 1942, από τον Μητροπολίτη Γέροντα Δέρκων Ιωακείμ, ανέλαβε την Προϊσταμενία της περιώνυμης και πολυπληθούς Κοινότητος Μακροχωρίου της Επαρχίας Δέρκων, όπου έμεινε επί μια πενταετία, αναπτύξας ένα πρότυπο ποιμαντικό και κατηχητικό έργο.
Το 1947 μετέβη στο Λονδίνο και ανέλαβε το διακόνημα του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Θυατείρων, συνεχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τοιουτοτρόπως, «παρά τους πόδας» του σοφού Μητροπολίτου Θυατείρων Γερμανού, του Στρηνόπουλου, ο Αιμιλιανός Τιμιάδης εξοικειώθηκε με την όλη προβληματική της Οικουμενικής Κινήσεως, εκ των πρωτοπόρων της οποίας ήταν, από το 1920 ήδη, και ο Θυατείρων Γερμανός.
Το 1952 μετετέθη στο Βέλγιο, ( το οποίο υπαγόταν τότε στην μητρόπολη Θυατείρων), όπου σε μια εποχή που ήκμαζε στην Ευρώπη το κίνημα των «ιερέων-εργατών» (pretres tavailleurs), επεδόθη σ’ ένα ιεραποστολικό έργο μεταξύ των χιλιάδων ελλήνων μεταναστών που εργάζονταν τότε υπό σκληρές συνθήκες στα ανθρακωρυχεία της χώρας αυτής, έχοντας παράλληλα, και σε συνεργασία με την οργάνωση Apostolatus Maris, την ποιμαντική φροντίδα των πολυάριθμων ελλήνων ναυτικών που κατέπλεαν στον λιμένα της Αμβέρσας.
Κατόπιν αποφάσεως του Πατριάρχου Αθηναγόρα και της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ο Αιμιλιανός Τιμιάδης, το 1959 εγκαταλείπει το εργατικό περιβάλλον του Βελγίου, και εγκαθίσταται στην κοσμοπολίτικη Γενεύη, διαδεχόμενος τον σε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής προαχθέντα Μητροπολίτη Μελίτης Ιάκωβο, Μόνιμο Αντιπρόσωπο του Οικουμενικού Πτριαρχείου στην έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Στην θέση αυτή ο αείμνηστος ιεράρχης, πρώτα ως Επίσκοπος Μελόης (1960), ακολούθως ως τιτουλάριος Μητροπολίτης Κλαβρίας (1965), τέλος δε ως Μητροπολίτης Σηλυβρίας (1977), παρέμεινε εί τέταρτο αιώνος (1959-1984), διακονών φιλοτίμως τον Θρόνο, και συμβάλλων, με τον δικό του ήπιο και ποιμαντικό τρόπο, στην προσπάθεια προωθήσεως της χριστιανικής ενότητος.
Μπορεί να τεθή το ερώτημα αν ο αείμνηστος ήταν ευτυχής στην επιτελική αυτή θέση. Ο ίδιος ουδέποτε προέβη σε οποιοδήποτε σχολιασμό για την επιλογή της Εκκλησίας να του αναθέση διακόνημα στον τομέα των διεκκλησιαστικών σχέσεων. Ωστόσο, η όλη του, εντός και εκτός Γενεύης, κινητικότης, όπως και οι συχνές αποδημίες του ανά την χριστιανική οικουμένη, προκειμένου να δίνη το Ορθόδοξο στίγμα σε συνέδρια και συναντήσεις που αφορούσαν τον μοναχισμό ή την μαρτυρία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, παρείχαν την εντύπωση ότι θεωρούσε εαυτόν μάλλον ως ιεραπόστολο και πνευματικό πατέρα, παρά ως «εκκλησιαστικό διπλωμάτη». Ότι θα προτιμούσε να έχει μια επισκοπική Καθέδρα κάποιας Μητροπόλεως, παρά ένα γραφείο, όσο κι αν ήταν αυτό αξιοζήλευτο και άκρως σημαντικό.
Μετά την συνταξιοδότησή του το 1985, ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός ιδιώτευσε στην εν Γενεύη οικία του, στη συνέχεια δε εγκατεστάθη στο Αίγιο. Δεν ήταν όμως «εφησυχάζων Αρχιερεύς»! Τουναντίον, μέχρι το βαθύ του γήρας και έχοντας μια σπάνια για την ηλικία του διαύγεια πνεύματος, συνέχισε δραστηριοποιούμενος, συγγράφων, διδάσκων (στις Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές της Βοστώνης και του Γιοένσου Φιλλανδίας), και συμμετέχων σε θεολογικά συμπόσια και διάφορες άλλες πνευματικές εκδηλώσεις.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σηλυβρίας Αιμιλιανός ήταν ένας εύχαρις, αλλά και ιδιόρρυθμος και ιδιότυπος Αρχιερεύς. Δεν είχε βέβαια τα χαρακτηριστικά του «Φαναριώτου Ιεράρχου». Ούτε δε και ο ίδιος, νομίζω, θέλησε ποτέ να διεκδικήση την ξεχωριστή αυτή ιδιότητα. Ωστόσο, διακόνησε το Φανάρι και την Ορθοδοξία, με πίστη και συνέπεια επί έξι ολόκληρες δεκαετίες. Με την εκδημία του, έκλεισε ένα άλλο κεφάλαιο της μακραίωνης επισκοπικής ιστορίας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Είη η μνήμη αυτού αιωνία!
Ο Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης