ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
________Η εορτή των εορτών, αγαπητοί μου. Ὀ Θεός γίνεται άνθρωπος, για νά καταστήσει τον άνθρωπο θεό! Τόσο μεγάλο είναι τό νόημα της θείας Επιφανείας. Οι ουρανοί ανοίγουν και τα ουράνια αγάλλονται! Οι Άγγελοι υμνούν Τόν σαρκί συγκαταβάντα Θεό, τον Υιό καί Λόγο του Πατρός! Οι Ποιμένες σπεύδουν για να Τον προσκυνήσουν! Οι Μάγοι εξ Ανατολών φέρνουν τά δώρα τους! Η κτίσις αγάλλεται. "Χριστός γεννάται, δοξάσατε"
_________Το νόημα της εορτής είναι βαθύ, συγκλονιστικό! Ποιός νούς θα μπορέσει να χωρέσει το μέγεθος της θείας συγκαταβάσεως; Ποιά καρδιά θα μπορέσει να άντέξει αυτή την θεία αγάπη;
_________Το πρόβλημα της εποχής μας -η αμαρτία της εποχής μας θά έλεγα- ότι από την εορτή των Χριστουγέννων σήμερα έχουμε κρατήσει ακέραιο το περίβλημα και αφήσαμε το εσωτερικό της νόημα, το περιεχόμενό της. Εορτάζουμε τά Χριστούγενα, αλλά δεν τιμάμε τον γεννηθέντα Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου, τον Χριστό!
_________Χριστοὐγεννα δεν είναι τά χριστουγεννιάτικα δένδρα, ο διάκοσμος με τα πολύχρωμα λαμπάκια που αναβοσβύνουν, ο εορταστικός διάκοσμος των οδών, οι κουραμπιέδες, το πλούσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τα ρεβεγιόν, (που έγιναν κι αυτά της μόδας τα τελευταία τούτα χρόνια), οι δραπετεύσεις σε προορισμούς εκτός της Χώρας καί άλλα παρόμοια.
_________Χριστούγεννα είναι η ένταξη της υπάρξεώς μας στο θέλημα του Χριστού. Χριστούγεννα είναι η ενσωμάτωσή μας στο Σώμα του Χριστού, η "εν-χρίστωσή μας"! Ὀπως ο Θεός έγινε άνθρωπος, προσέλαβε δηλ. έφόρεσε τήν ανθρώπινη φύση για να την αγιάσει, έτσι κι εμείς πρέπει να "φορέσουμε" το Χριστό για να αγιασθούμε ατομικά, προσωπικά! Να Του δώσουμε το δικαίωμα να μας προσλάβει, ώστε να μας αγιάσει ως άτομα. Αυτό σημάίνει νά "φορέσουμε" το Χριστό, το να βάλουμε το Χριστό μέσα μας! Δηλ. να πλησιάσουμε τά αγιαστικά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, νά μετανοήσουμε για την άφρονη ζωή μας, να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας, να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας και να αποφασίζουμε, ότι από δω καί στο εξής η ζωή μας θα είναι πιό χριστοκεντρική, πιο ενάρετη, πιό πνευματική και αγιαστική.
_________Έτσι, μόνον έτσι· τότε και μόνο τότε θα έχουμε το δικαίωμα να εορτάσουμε τα Χριστούγεννα!
_________Το κείμενο που ακολουθεί, παρέχει αφορμές για βαθύτερη προσέγγιση στο Μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Είναι μια εξαιρετική ομιλία, την οποία έκαμε ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Δορμπαράκης, κληρικός της Ιερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, την περασμένη Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου, στην Αίθουσα Ομιλιών της Μητροπόλεώς μας. Είμεθα εὐγνώμονες, διότι μας παρεχώρησε το κείμενο για το Blog.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, αγαπητοί μου αδελφοί καί φίλοι.
+ Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος
23 Δεκεμβρίου 2008
******************************************************
AΠΟ ΤΗ ΦΑΤΝΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Θεολογικές όψεις της εορτής των Χριστουγέννων
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Το θέμα με το οποίο ασχολείται η μικρή και ταπεινή αυτή εισήγηση αναφέρεται στο γεγονός το μεγάλο και υπερφυές που περιμένουμε λαμπρώς να εορτάσουμε σε λίγες ημέρες. Στο γεγονός δηλ. της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Είναι λοιπόν θέμα θεολογικό, γι’ αυτό «ὑψηλόν καί ἄναντες» κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, προϋποθέτει δε καθαρότητα βίου και αγώνα απαλλαγής από τα πάθη, αφού «ἐπικίνδυνον πάθος ἔχοντα θεολογίας ἅπτεσθαι», κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.
Βεβαίως λόγω της φύσεως της συνάξεως αυτής δεν πρόκειται να κάνουμε λόγο για τα γεγονότα της Γεννήσεως, εφόσον σε όλους είναι γνωστά. Το βάρος και η προσοχή πέφτει στο νόημα των Χριστουγέννων και την επισήμανση ορισμένων θεολογικών όψεων της εορτής που η κατανόησή τους βοηθάει στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη βίωση αυτής. Και καθίσταται τόσο περισσότερο επιβεβλημένη η αναφορά στο νόημα, όσο διαπιστώνει κανείς εύκολα την αλλοτρίωση που υπάρχει στους πιστούς και στο θέμα αυτό. Γιατί ρίχνοντας μια ματιά γύρω μας τις ημέρες των Χριστουγέννων βλέπει κανείς ότι πολύ συχνά και οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα όχι <<θεϊκώς, αλλά ιουδαϊκώς>>. Μένουν στον περίγυρο, τον εξωτερικό διάκοσμο, τα δώρα, τα γλυκά, τις γαλοπούλες, την ανάπαυση των διακοπών, ίσως σε κάποιο συναισθηματικό δάκρυ λόγω αναμνήσεως παιδικών χρόνων, σ’ ένα τέλος πάντων ειδυλλιακό χαρακτήρα της γιορτής, που αξίζει να υπάρχει, γιατί <<σπάει>> τη ρουτίνα της ζωής και ξεκουράζει κατά κάποιο τρόπο τον άνθρωπο. Αν δε είναι αποδεκτή η θέση ότι ο άνθρωπος κατά μεγάλο μέρος επηρεάζεται από το περιβάλλον του και ότι όλοι είμαστε <<παιδιά της εποχής>> μας, τότε αυτός ο αποπροσανατολισμός μπορεί σ’ ένα βαθμό να ισχύει και για εμάς, όχι τόσο επί θεωρητικού ίσως, όσο επί πρακτικού επιπέδου. Να σχετίζεται μ’ άλλα λόγια με το συγκεκριμένο τρόπο της καθημερινής μας ζωής. Αυτό όμως επιβάλλει ακόμη περισσότερο και για εμάς την αναγκαιότητα της υπομνήσεως του νοήματος των Χριστουγέννων.
1. Η Σάρκωση του Θεού, μυστήριον μέγα>>.
Εκείνο που θα θέλαμε ως πρώτο να τονίσουμε στην αναφορά μας αυτή είναι ότι, όταν μιλάμε για τα Χριστούγεννα, την <<μητρόπολιν των εορτών>>, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, μιλάμε στην ουσία για το μέγιστο των μυστηρίων της πίστεώς μας. Το μυστήριο είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. <<Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριο: Θεός εφανερώθη εν σαρκί>>. Πρόκειται λοιπόν για γεγονός το οποίο υπέρκειται της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου, αλλά και των καθόλου δυνάμεών του και άρα δεν μπορεί να ερευνηθεί. Ως μυστήριο δε, «υπερβαίνει την καταληπτικήν ικανότητα και αυτών των αγγέλων. Και το μόνον καταληπτόν της Σαρκώσεως είναι η ακαταληψία της, που γίνεται πηγή μείζονος θαυμασμού. Και πρέπει με δέος, με κατάνυξη, με χαρά, με θαυμασμό, με αγάπη, φλογισμένοι, αλλοιωμένοι την καλήν αλλοίωση, ταπεινωμένοι και γονυκλινείς, με πλήρη σιωπή στόματος και νου, κλαίοντες από ευγνωμοσύνη και εκστατικοί να υποδεχόμαστε τα μυστήρια του Θεού» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Χριστούγεννα εις το ΄Αγιον ΄Ορος ΄Αθω, στο βιβλίο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, έκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 62).
«΄Ο,τι εμπίπτει στους φυσικούς νόμους, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, αξίζει να ερευνάται, ό,τι όμως τους ξεπερνά πρέπει να περιβάλλεται με τιμητική σιωπή, όχι βέβαια επειδή του πρέπει απομόνωση, αλλ’ επειδή αξίζει να μένει μυστήριο και να τιμάται χωρίς πολυλογίες».
Αυτό που επιτείνει ακόμη περισσότερο τις παραπάνω αλήθειες σχετικά με τη στάση του πιστού ανθρώπου μπρός στο μυστήριο της Σαρκώσεως είναι το γεγονός ότι τούτο είναι «ανεξάντλητο σε θεολογικό περιεχόμενο, δοθέντος ότι «ο Ιησούς κρύφιός εστι και μετά την έκφανσιν» κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον» (Θεοκλ. Διον., όπ. παρ. σελ. 65).
Τα παραπάνω όμως σημαίνουν ότι η κατανόηση της Σαρκώσεως δεν εξαρτάται από τις δικές μας δυνάμεις. «Αν η χάρη του Θεού δεν φώτιζε τον νου, έστω σύμμετρα, και δεν ελευθέρωνε τις αισθήσεις από την καταδυναστεία των παθών, ούτε θα εννοούσαμε ούτε θα αισθανόμασταν τη φρικτή παρουσία Του. Αλλά επιβλέπει στην ταπείνωσή μας και μας μεταποιεί κάπως σε ευαισθησία τις διεστραμμένες από τις αμαρτίες μας αισθήσεις της ψυχής μας, ώστε σαν πνευματικές να γεύωνται πνευματικές πραγματικότητες. Και έτσι, με την φιλάνθρωπη χάρη Του, μπορούμε να Τον γνωρίζουμε «εκ μέρους» και να Τον αινούμε μέσα από την πλουτισθείσα πτωχεία Του» (Θεοκλ. Διον. Όπ. παρ. σελ. 60-61).
΄Οψεις του περιεχομένου του μυστηρίου της Σαρκώσεως.
Ποιο είναι όμως πιο συγκεκριμένα το περιεχόμενο αυτού του μυστηρίου της Σαρκώσεως του Θεού, που καλούμαστε να το κατανοήσουμε και μάλιστα να το γευτούμε έστω και εκ μέρους;
Νομίζουμε ότι εκείνο που συμπυκνώνει την ουσία της εορτής και μας επιτρέπει να δούμε τις κεντρικές όψεις της είναι η φράση «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται».΄Η με διαφορετική πατερική διατύπωση: «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος).
Εκείνο που διαπιστώνει αμέσως κανείς είναι ότι όταν μιλάμε για τη Σάρκωση, την κάθοδο του Θεού στον κόσμο, αμέσως μιλάμε και για τον άνθρωπο. Και τούτο γιατί ο Κύριός μας είναι ο «Εμμανουήλ», ο «Θεός μεθ’ ημών». ΄Ετσι η χριστολογία ή η θεολογία αμέσως οδηγεί στην ανθρωπολογία. Τι να τον κάνουμε άλλωστε ένα Θεό, που δεν θα σχετιζόταν άμεσα με εμάς; Τέτοιος Θεός είναι ένας φιλοσοφικός Θεός, που λίγο απέχει από την αθεία. Και την πραγματικότητα αυτή, ότι δηλ. η αθεία είναι το επόμενο βήμα μιας θεολογίας χωρίς αναφορά στον άνθρωπο, μας την έδειξαν οι νεώτεροι χρόνοι, ειδικά στο χώρο της φιλοσοφίας.
΄Ετσι καταλαβαίνουμε και το γιατί «η πρώτη Εκκλησία παράλληλα με την εμμονή στο γεγονός της σαρκώσεως προχώρησε και στο δεύτερο αποφασιστικό βήμα. Οποιαδήποτε ομολογία της σχετικά με το πρόσωπο και το έργο του Χριστού δεν ήταν κυριολεκτικά μόνο χριστολογική, με την έννοια δηλ. ότι αφορούσε ειδικά την εσωτερική φύση και την υπόσταση του Χριστού, αλλ’ ήταν ταυτόχρονα ανθρωπολογική, αφορούσε δηλ. τη λυτρωτική αναφορά του έργου και του προσώπου του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο και τη σωτηρία του» (Ι. Παναγόπουλου, Η οικονομία της θεανδρικής ζωής, στο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, σελ. 93). Γι’ αυτό και «οι ι. πατέρες δεν ομιλούν για την ενσάρκωση από τη σκοπιά μιας θεωρητικής Χριστολογίας, αλλά από την άποψη του αναπλασμένου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία της Εκκλησίας» (αυτ. Σελ. 105).
Ας επιτραπεί όμως να διευκρινίσουμε στη συνέχεια, στα λίγα λεπτά που έχουμε στη διάθεσή μας, την πρόταση.
Α) Και καταρχάς, το πρώτο σκέλος της: «΄Ανθρωπος γίνεται Θεός». Ο Θεός δηλ. γίνεται άνθρωπος.
α. Δεν ήταν απαρχής άνθρωπος ο Θεός. ΄Εγινε άνθρωπος τη συγκεκριμένη στιγμή της σαρκώσεως. Προσέλαβε αυτό που δεν ήταν, χωρίς να χάσει αυτό που πάντα ήταν. Ήταν Θεός και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, παραμένοντας συγχρόνως Θεός. Κι αυτός που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση είναι ο Θεός-Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. ΄Ετσι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος.
Την αλήθεια αυτή μας τονίζει η Πατερική και η λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας μας. Λέγει ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος ΄Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται υιός ανθρώπου, χωρίς βέβαια να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά Του, μένοντας όμως ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινη ιδιότητά Του».
Και σ’ ένα από τα στιχηρά ιδιόμελα του εσπερινού της εορτής των Χριστουγέννων ψάλλομε: «Γιατί η εικόνα του Πατέρα η απαράλλαχτη… παίρνει του δούλου τη θωριά, καθώς γεννάται από μητέρα ανύμφευτη, δίχως αλλοίωση καμιά. ΄Ετσι, εκείνο που ήταν αυτό και έμεινε, όντας Θεός αληθινός, κι εκείνο που δεν ήταν το προσέλαβε κι άνθρωπος έγινε για χάρη των ανθρώπων…».
β. Το «γίνεται άνθρωπος» σημαίνει ότι ο Θεός έγινε πραγματικός άνθρωπος. Δεν πήρε φαινομενικό σώμα, δεν παρουσιάστηκε ως φάντασμα, όπως πίστευαν οι αιρετικοί Γνωστικοί και Δοκήτες. Γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη αυτών, ο Σωτήρας δεν μπορούσε να γίνει άνθρωπος, αφού θα έπρεπε έτσι να προσλάβει και σώμα που ήταν κάτι κακό. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη μας όμως, η ύλη δεν είναι κάτι το κακό. Και αυτή διασώζεται με τη σάρκωση του Χριστού, αφού και αυτή είναι δημιούργημά Του. ΄Ετσι η Εκκλησία απαρχής τόνισε την πραγματικότητα της σάρκωσης, σε σημείο μάλιστα τέτοιο, που «να θεωρείται αυτή το κριτήριο της Ορθοδοξίας. «Εν τούτω γινώσκετε το πνεύμα του Θεού. Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι» (Α΄Ιωάν. 4,2). «Σ’ αυτήν την ομολογία κρίνονται αδυσώπητα η αλήθεια και η αίρεση…Χωρίς την απόλυτη κατάφαση της ιστορικής σαρκώσεως του Λόγου του Θεού η Εκκλησία θα μετετρέπετο σε μυστηριακή εταιρεία, αποκομμένη από την ιστορία και τον καθημερινό άνθρωπο και ο Χριστός σε μυθικό πρόσωπο ή μοναχά σε τέλειο διδάσκαλο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός, ότι το κέντρο της πίστεως και της λατρείας της πρώτης Εκκλησίας ήταν η ομολογία της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού, η οποία συνοψίστηκε στο χριστολογικό επωνύμιο «Κύριος Ιησούς»(Α΄Κορ. 12, 3 κ.α.)» (Ι. Παναγ., όπ. παρ. σελ. 93).
γ. «Ο Θεός γίνεται άνθρωπος» σημαίνει επίσης ότι ο Θεός προσλαμβάνει όλη την ανθρώπινη φύση. Δεν υπάρχει άνθρωπος, όπου και αν ανήκει, που να μην εντάσσεται σ’ αυτήν τη λυτρωτική ενέργεια και κίνηση του Θεού. Γιατί ο Υιός και Λόγος του Θεού παίρνει μεν ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινη προσωπικότητα. Η προσωπικότητά Του ήταν και είναι η του Θεού Λόγου. ΄Ετσι ο Χριστός ναι μεν διαφέρει ποιοτικά από κάθε άλλον άνθρωπο, μα και σώζει όλον τον άνθρωπο. Γιατί όλοι έχουμε σώμα και ψυχή, δηλ. ανθρώπινη φύση, και άρα όλοι σωζόμαστε. Με τη σάρκωσή Του λοιπόν ο Χριστός αγκαλιάζει τους πάντες και όχι ένα μεμονωμένο άτομο, όπως πίστεψαν διάφοροι αιρετικοί στο πέρασμα των αιώνων (π.χ. ο Νεστόριος).
δ. Αυτό που κινεί τον Θεό για να γίνει άνθρωπος δεν είναι κάποια ανάγκη. Δεν πιέζεται ο Θεός από την ουσία Του που ξεχυλίζει και πρέπει οπωσδήποτε να εκφραστεί προς τα έξω. Τούτο είναι μυθολογική σκέψη του Νεοπλατωνισμού, με τη γνωστή ιεράρχηση «Εν-Νους-Ψυχή-Πολλά». Το Εν, ο Θεός, επειδή ξεχυλίζει, όπως μια στέρνα με νερό, χύνεται προς τα κάτω και δημιουργεί το Νου και στη συνέχεια δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο την ψυχή για να φτάσει στον κόσμο και τον άνθρωπο, τα πολλά. ΄Ετσι εδώ η διαφορά κόσμου και Θεού είναι μόνον ποσοτική. Κατά τη χριστιανική αλήθεια όμως εκείνο που κινεί τον Θεό είναι η αγάπη Του. Και μάλιστα η ελεύθερη αγάπη Του. Δεν πιέζεται από κανέναν και από τίποτε. Μόνον από την αγάπη που ζητάει να μοιραστεί τη χαρά της. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμο, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον». Και οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ερμηνεύουν: «Ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη Του για εμάς, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως κι εμείς, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός». Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση του Θεού προς σάρκωση είναι έκφραση και φανέρωση του προσώπου Του, γι’ αυτό και μπορεί να την κατανοήσει κανείς μόνον όταν προσωπικά αποδεχτεί τον Θεό, δηλ. όταν σταθεί με πίστη και αγάπη απέναντι στη δική Του αγάπη προς τον άνθρωπο.
ε. Η κίνηση αυτή αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο θεμελιώνεται – αλλά και θεμελιώνει μεταξύ των άλλων- στην εικόνα του Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Και η εικόνα αυτή δεν είναι η εικόνα του στατικού όντος του Αριστοτέλη, του «πρώτου κινούντος ακινήτου». Είναι η εικόνα του Θεού, που συγχρόνως βιώνεται στην αποκάλυψή Του ως μυστηρίου και φανερού, ως αγνώστου και γνωστού, ως ησυχίας και δράσεως. Με άλλα λόγια η Σάρκωση φανερώνει ότι ο Θεός μας δεν μένει κλεισμένος στον εαυτό Του, μά εξέρχεται και δρα, χωρίς ποτέ βεβαίως να χάνει τίποτε από την ουσία Του. Είναι η γνωστή διδασκαλία της διακρίσεως στον Θεό ουσίας και ενεργείας, που με ιδιαίτερη ένταση εκφράστηκε κατά τον 14ο αι. με την Ησυχαστική παράδοση και μάλιστα στο πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος σημειωτέον συνόψισε και σύνολη την προγενέστερη παράδοση των Πατέρων και καταλυτικά επέδρασε στην περαιτέρω πορεία της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Κατά συνέπεια ο Θεός της αποκαλύψεως του Ιησού Χριστού, όπως είπαμε, συγχρόνως είναι πολύ κοντά μας, μα και άπειρα μακριά μας.
Είναι ανάγκη και πάλι να τονίσουμε όμως ότι η παραπάνω εικόνα του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα διανοητικής και φιλοσοφικής έρευνας ή φαντασίας ανθρώπινης, αλλά καρπός της συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Από τη σχέση του πιστού ανθρώπου δηλ. με τον Θεό στο χώρο της Εκκλησίας διαπιστώνεται ότι ο Θεός είναι εγγύς, αλλά και μακράν.
Β) Σχετικά τώρα με το δεύτερο σκέλος της πρότασης: «ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται».
Το σκέλος αυτό αναφέρεται στο σκοπό της σαρκώσεως του Υιού του Θεού. ΄Ηδη τονίστηκε προηγουμένως ότι η σάρκωση οδηγεί στη θέωση του ανθρώπου. Τα δύο αυτά σημεία συνυπάρχουν. Ο σκοπός της σαρκώσεως είναι ακριβώς η θεοποίηση ή καλύτερα η θέωση του ανθρώπου. Θέωση βεβαίως κατά χάριν και όχι κατ’ ουσίαν. Κι αυτή η θέωση αποτελεί το αρχικό θέλημα του Θεού για τον προορισμό του ανθρώπου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. Τα χαρίσματα που συνιστούσαν την εικόνα Του στον άνθρωπο, αναπτυγμένα καθ’ υπακοήν σ’ Αυτόν θα οδηγούσαν τον άνθρωπο στην ομοίωση, στη θέωση. Θα συνέβαινε αυτό πού συμβαίνει με το σπόρο και το φυτό ή το δέντρο. Ο σπόρος στη φυσιολογική του ανάπτυξη γίνεται φυτό, γίνεται δέντρο. ΄Ετσι και οι σπόροι του εικονισμού του Θεού στον άνθρωπο θα γίνονταν το δέντρο της ομοίωσης. Αρκεί ο άνθρωπος να πορευόταν εν υπακοή προς το Δημιουργό του. Ο άνθρωπος όμως επανεστάτησε κατά του Δημιουργού Του με την προτροπή ασφαλώς και του διαβόλου. Θέλησε να ανεξαρτητοποιηθεί από Αυτόν και έτσι ξέπεσε, αμάρτησε, με τελική κατάληξη τον πνευματικό και το βιολογικό θάνατο. Κι έχασε έτσι και το στόχο του, τον προορισμό του: την ομοίωση προς τον Θεό.
Η σάρκωση λοιπόν του Θεού αποτελεί το δώρο της αγάπης Του στο σκοτεινιασμένο και χαμένο πια άνθρωπο, προκειμένου και να αποκαταστήσει αυτός το κατ’ εικόνα Θεού στην καθαρότητά του, αλλά και να ξανανοίξει τη χαμένη προοπτική του. Λέγει εν προκειμένω ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Επειδή ο Θεός μας πρόσφερε το ύψιστο και δεν το διαφυλάξαμε, χρειάστηκε να κατέβει αυτός στο χείριστο, δηλ. στη δική μας ξεπεσμένη φύση, ώστε να μας ξαναδώσει, προσφέροντας και ενεργώντας ο ίδιος, την εξομοιωμένη με αυτόν εικόνα και τον αρχαίο προορισμό».
΄Όμως, όχι μόνο ξαναβρίσκει ο άνθρωπος την πορεία του, αλλά και βοηθείται ουσιαστικά στην πραγματοποίηση του σκοπού του. Διότι ο Ιησούς Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του, όπως είδαμε, Θεό και άνθρωπο, και άρα η ένταξη του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού σημαίνει εύρεση του Θεού και ένωση αληθινή μαζί Του. Θέωση λοιπόν σημαίνει στην πραγματικότητα Χριστοποίηση του ανθρώπου, «περιπατείν κατά Χριστόν». Επομένως για τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Αυτός αποτελεί τον Θεό μας. «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». ΄Αλλωστε αυτός είναι η «εικόνα του Θεού του αοράτου», προς τον Οποίο τείνουμε ως κατ’ εικόνα Αυτού δημιουργημένοι.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η σάρκωση δεν είναι ίσως η ενέργεια του Θεού που ακολουθεί ως συνέπεια την πτώση του ανθρώπου, κάτι που ηχεί αρκετά παράδοξα. Διότι η θεολογία της Εκκλησίας μας είναι θεολογία γεγονότων: στοχάζεται πάντοτε πάνω σ’ αυτό που έγινε και όχι σ’ αυτό που δεν έγινε. Γι’ αυτό και ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ότι «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατήλθε εκ των Ουρανών και εσαρκώθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενηνθρώπησε». Αρκετοί πατέρες της Εκκλησίας μας αρέσκονται και σε μια διαφορετική θεώρηση από αυτήν των γεγονότων: ότι, όπως μόλις παραπάνω είπαμε, ο Χριστός θα ερχόταν στον κόσμο ανεξάρτητα και αυτήν την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Ο ερχομός Του θα αποτελούσε την τελευταία τρόπον τινά φάση της δημιουργίας του Θεού. Ας παρακολουθήσουμε το σκεπτικό αυτό – θεολογούμενο το λέει η Εκκλησία μας -, όπως το έχει διατυπώσει ο καθηγητής Παναγόπουλος (όπ., παρ. σελ. 111-112).
«΄Όπως η εκ του μηδενός δημιουργία είναι φανέρωση της άπειρης αγάπης του Θεού, έτσι και η ενσάρκωση ανήκει στη λυτρωτική οικονομία Του, είναι η τελική φάση του δημιουργικού του σχεδίου. Για το λόγο τούτο ο άγιος Μάξιμος διακρίνει δύο εποχές στην ιστορία της θείας οικονομίας. Η πρώτη κατακλείνεται και ολοκληρώνεται με την ενσάρκωση, όπου ο Θεός συγκαταβαίνει, ενανθρωπίζεται. Η δεύτερη είναι η εποχή της αναβάσεως του ανθρώπου στη δόξα της θεώσεως… ΄Ετσι η ενσάρκωση υπάρχει εξαρχής στη δημιουργική και λυτρωτική βουλή του Θεού, είναι το έσχατο τέλος της, ο «προεπινοούμενος θείος σκοπός» της…(Μ’ αυτόν τον τρόπο) ο κόσμος και ο άνθρωπος πλάθονται από το Θεό με τη δυναμική της θεανθρώπινης ενώσεως, όπως ακριβώς θα πραγματοποιείτο στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτό είναι το άρρητο, σεσιγημένο μυστήριο που φανερώθηκε εν χρόνω, η τέλεια ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ. Αυτή είναι συμβατικά η «νομοτέλεια» της θείας φιλανθρωπίας» (Ι. Παναγ. Όπ. παρ. σελ. 111-112).
Τα παραπάνω σημαίνουν, όπως σημειώνει ο ίδιος καθηγητής, ότι «ο σκοπός της ενανθρωπήσεως βρίσκει την τέλεια εκπλήρωσή του στην κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού, που προσφέρεται αδαπάνητα σε κάθε ιερουργία της Ευχαριστίας για να ανακεφαλαιώσει τα πάντα και να τα θεώσει μέσα στην ίδια τη θεανδρική ζωή του… ΄Όπως δηλ. ο Χριστός κοινώνησε αληθινά σαρκός και αίματος, έτσι και οι πιστοί με τη μετάληψη μεταλαμβάνουν την ίδια τη θεότητα του Ιησού, κοινωνούν στη σάρκα και στο αίμα τους τη θεωμένη φύση του. «Επεί γάρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν οι πάντες εν σώμα Χριστού και εν αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες» (Ι. Δαμασκηνός)… ΄Ετσι η μετοχή στην Ευχαριστία είναι η πιο αυθεντική κατάφαση του θαύματος της ενσαρκώσεως και η έσχατη αναφορά της. Η ανθρώπινη ζωή…επιτυγχάνει τον μοναδικό προορισμό της, τη θέωση. «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος» (Γρηγ. Θεολόγος). (Επομένως) η Ευχαριστία ως ζωτικοποίηση και βεβαίωση της ενσαρκώσεως, είναι ο όρος για την απόκτηση του καθ’ ομοίωσιν…΄Ο,τι πέτυχε ο Χριστός με τη σάρκωσή Του επαναλαμβάνεται αδιάκοπα στην ιστορία με την Ευχαριστία» (Ι. Παναγ. Όπ.παρ. σελ. 124-125).
3. Μερικές γενικές διαπιστώσεις εξ αφορμής της Σαρκώσεως.
΄Οσα αναφέρθηκαν, πιστεύω κατέδειξαν ότι στο γεγονός της Σαρκώσεως θεμελιώνεται ό,τι αποτελεί τη σωτηρία μας. Θεμελιώνεται αυτή η ίδια η υπόσταση της Εκκλησίας. Πρόκειται, όπως είπαμε, περί του μεγίστου των μυστηρίων. Γι’ αυτό ας μας επιτραπεί στη συνέχεια να κάνουμε ορισμένες γενικές διαπιστώσεις που και αυτές φωτίζουν το όλο μυστήριο της Σαρκώσεως και αποτελούν θεολογικές όψεις της εορτής.
- 1. Η Σάρκωση του Θεού σημαίνει την κατάφαση της ύλης. ΄Όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, στην Εκκλησία δεν έχουμε κάποιο είδος μανιχαϊσμού ή αιρετικού γνωστικισμού για να μιλάμε για υποτίμηση της ύλης και του σώματος. Η ύλη θεωρείται και αυτή δημιούργημα του φύσει αγαθού Θεού και συνεπώς δεν είναι κακή, αλλ’ αγαθή, καλή. Το κακό, ως γνωστόν, μόνο στα λογικά και ελεύθερα όντα υπάρχει, ως κατάσταση που δημιουργείται από την απομάκρυνσή τους από το Θεό. ΄Ετσι ο Θεός προσλαμβάνει και το υλικό στοιχείο και το εξυψώνει και το εξαγιάζει τόσο, ώστε η σωτηρία πια να νοείται ως σωτηρία σώματος και ψυχής. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος είναι ενιαία ψυχοσωματική οντότητα και άρα σώζεται καθ’ ολοκληρίαν, μαζί δε μ’ αυτόν και η υπόλοιπη υλική δημιουργία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του ι. Χρυσοστόμου στο σημείο αυτό. «Ο Χριστός, επειδή βρήκε άγιο και το σώμα και την ψυχή της Παρθένου, φιλοτέχνησε έμψυχο ναό δικό του και αφού εκεί μέσα, με τον τρόπο που θέλησε, έπλασε τον καινούργιο άνθρωπο, και αφού τον περιβλήθηκε, γεννήθηκε σαν σήμερα, χωρίς καθόλου να απεχθάνεται την ανοστιά της ανθρώπινης πεσμένης φύσεως. Και φυσικά δεν θεώρησε προσβλητικό να περιβληθεί το δικό του έργο. Αλλά και το δημιούργημά του απολάμβανε την πιο μεγάλη δόξα με το να γίνει ένδυμα του δημιουργού του. ΄Όπως στην αρχική δημιουργία δεν ήταν δυνατό να υπάρξει ο άνθρωπος πριν πάρει ο Θεός στα χέρια του τον πηλό, έτσι και το φθαρμένο ανθρώπινο σώμα δεν ήταν δυνατό να ανακαινιστεί αν δεν γινόταν ένδυμα του δημιουργού του».
- 2. Η Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού φανερώνει την αδυναμία και την αποτυχία του ανθρώπου να λύσει ο ίδιος τα προβλήματά του, υπαρξιακά και κοινωνικά.
Ο άνθρωπος της πτώσεως εγκλωβισμένος στον εγωισμό του και υπόδουλος στο διάβολο και στα στοιχεία του κόσμου αδυνατεί να γνωρίσει τον εαυτό του, να δώσει απάντηση σχετικά με το νόημα της ζωής, να σταθεί σωστά απέναντι στο συνάνθρωπό του και τη φύση. Χρειάζεται η επέμβαση του Θεού, η θεία πρωτοβουλία. Χωρίς αυτήν η μόνη πραγματικότητα για τον άνθρωπο, η μόνη κατηγορία της υπάρξεώς του είναι η τραγικότητα και η ταλαιπωρία.
΄Ετσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί για τον εαυτό του και τις δυνάμεις του. Η σωτηρία δόθηκε ως δωρεά στον άνθρωπο από το Θεό, χωρίς να την αξίζει ο άνθρωπος. Η μόνη ενδεδειγμένη στάση του ανθρώπου έτσι είναι η ταπείνωση και η δοξολογία.
Συγχρόνως όμως διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του στη σχέση του με το Θεό. Γιατί η σχέση του αυτή του συνειδητοποιεί ποιος είναι, από πού έρχεται, προς τα πού κατευθύνεται. Μ’ αυτόν τον τρόπο η γνώση του Θεού – θεογνωσία – τον οδηγεί στη γνώση του εαυτού του – ανθρωπογνωσία, αυτογνωσία. Η χριστιανική πίστη λοιπόν με το γεγονός της σαρκώσεως ξεπερνάει το «γνώθι σαυτόν» των αρχαίων Ελλήνων, σαν αυτόνομη προσπάθεια γνώσεως του εαυτού μας ανεξάρτητα από το Θεό.
- 3. Η Σάρκωση επιβεβαιώνει ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί το ξεπέρασμα της συνήθους αντιλήψεως περί θρησκείας. Η θρησκεία ως η προσπάθεια του ανθρώπου να ανεύρει τον Θεό από μόνος του δεν σχετίζεται ουσιαστικά με την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Στη μια κινείται ο αμαρτωλός άνθρωπος της πτώσεως, έχοντας αυτός την πρωτοβουλία, στην άλλη κατέρχεται ο Θεός, αποκαλύπτεται, «εξηγεί».
Συγχρόνως όμως με το γεγονός αυτό της «κενώσεως» του Θεού, ξεπερνιέται και η επιτέλεση «θρησκευτικών» απλώς καθηκόντων. Στη χριστιανική πίστη δεν έχουμε καθήκοντα «θρησκευτικά», σαν να ήταν η πίστη μας στο περιθώριο της ζωής μας. Εδώ έχουμε να παραθέσουμε στο Θεό «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών». ΄Ετσι η ζωή μας έχει ως κέντρο και διαρκή αναφορά τον Ι. Χριστό και όλα νοηματίζονται από τον κεντρικό άξονα τούτο. «Είτε τρώγετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε».
- 4. Τέλος με το γεγονός της Σαρκώσεως έχουμε την τροποποίηση της εικόνας του κόσμου και του χρόνου. Ο κόσμος δεν είναι πια ένα κλειστό σύστημα, όπου το μόνο που ισχύει είναι η μηχανιστική θεώρηση της ζωής, βασισμένη στη γνωστή αλλά ξεπερασμένη πια εν πολλοίς και από τις ίδιες τις θετικές επιστήμες αρχή αιτίου και αποτελέσματος. Ο κόσμος είναι ανοικτός, με την έννοια της δυνατότητος επεμβάσεως σ’ αυτόν του ίδιου του Δημιουργού του. Με άλλα λόγια υπάρχει χώρος για το θαύμα. «Ουρανός και η γη, σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε» ψάλλει η υμνολογία των Χριστ-νων.
Συνέπεια αυτού είναι και η τροποποίηση της έννοιας του χρόνου, όπως ήδη είναι γνωστή από την πρωταρχική αποκάλυψη του Θεού στην Ιουδαϊκή παράδοση. Δεν έχουμε δηλ. συνεχή επανάληψη των ίδιων γεγονότων, αλλά το κάθε γεγονός στην Ιστορία είναι ανεπανάληπτο, όσο κι αν εξωτερικά φαίνεται όμοιο με κάποιο άλλο. Έχουμε έτσι ευθύγραμμη θεώρηση του χρόνου ή μάλλον σταυρική θεώρηση του χρόνου, αφού η ιστορία είναι το πεδίο δράσεως ανθρωπίνων ανεπαναλήπτων προσωπικοτήτων – η οριζόντια διάσταση – και δράσεως συγχρόνως του Θεού – η κάθετος διάσταση – που επεμβαίνει στον κόσμο για να εξανθρωπίσει τον άνθρωπο, οδηγώντας τον στον ορθό του προορισμό. Αυτό σημαίνει ότι «η διάκριση σε παρελθόν, παρόν και μέλλον αίρεται. Γεμίζει ο χρόνος από την αιωνιότητα του Θεού κι αυτό θα πει ότι η κάθε χρονική στιγμή μπορεί να γίνει φανέρωμα του Τριαδικού Θεού, έκφραση θεοφανείας» (Ι. Παναγόπουλος).
Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί.
Το θέμα είναι ανεξάντλητο. Γιατί πρόκειται περί της θεϊκής πραγματικότητος, του μόνου και πραγματικού μυστηρίου. Γι’ αυτό και υπάρχουν και πολλά ακόμη σημεία που δεν μπορέσαμε να δούμε, επειδή βεβαίως και ο χρόνος μας πιέζει. Εκείνο πάντως που χρειάζεται και πάλι να τονιστεί, επειδή αποτελεί το «κλειδί» για την κατανόηση του μυστηρίου της Σαρκώσεως του Θεού, αλλά και κάθε άλλου γεγονότος στο χώρο της οικονομίας του Θεού είναι ότι η στάση του πιστού ανθρώπου μπρος στη γέννηση του Κυρίου δεν μπορεί να είναι άλλη από την ταπείνωση. ΄Όλα ξεκινούν και καταλήγουν σε αυτήν. Και τούτο γιατί η ταπείνωση είναι «η στολή της θεότητος» κατά Ισαάκ το Σύρο, ο δρόμος που ο Θεός διάλεξε για να βαδίσει. «Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τα ημέτερα έωλα» λέγει ο της Κλίμακος Ιωάννης. Κι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει: «Κρύπτει μεν τον ερχομόν του (ο Υιός και Λόγος του Θεού) εις ένα τόπον από του πλέον αγνωρίστους της Ιουδαίας και εις ένα κατοικητήριον των αλόγων ζώων. Σκεπάζει δε όλους τους θησαυρούς της σοφίας Του μέσα εις ένα κομμάτι κρέας και υποκάτω εις την μωρίαν ενός αγνώστου και αφώνου νηπίου, «εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι...». Ώ της ανυπερβλήτου Σου ταπεινώσεως, γλυκύ και πράγμα και όνομα Ιησού…».
Αυτό σημαίνει ότι μόνον δι’ αυτής της ταπεινώσεως ο Θεός έρχεται στην καρδιά του ανθρώπου. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Αν η χάρη του Θεού δεν πνεύσει στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ό,τι και να πει κανείς για τα Χριστούγεννα, όπως και για οτιδήποτε άλλο, δεν έχει σημασία. «Ποια η ωφέλεια, διερωτάται σύγχρονος Αγιορείτης μοναχός, να γνωρίζουμε θεολογικώς τη σημασία της Σαρκώσεως χωρίς να την αισθανόμεθα στην καρδιά μας σαν έλευση του Χριστού μέσα μας, όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι ο τελικός σκοπός είναι η θέωσή μας με τη σάρκωση στις ψυχές μας της Αγίας Τριάδος; Και τι είναι εκείνο που δεν αφήνει την ψυχή να αισθανθεί πνευματικά την παρουσία του Θεού αν όχι τα πάθη;» (Θεοκλ. Διον. Όπ. παρ. σελ. 66).
Επομένως η αναφορά μας στην εορτή των Χριστουγέννων, όπως και εισαγωγικά είπαμε, δεν έχει χαρακτήρα φιλολογικό, μα καθαρά σωτηριολογικό και λυτρωτικό. Γιορτάζω τα Χριστούγεννα σημαίνει αφήνω τον εαυτό μου ανοικτό στη χάρη του Θεού, προετοιμάζω την καρδιά μου έτσι ώστε να γίνει φάτνη Χριστού. Αυτό όμως μας κάνει να καταλάβουμε ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι εορτή μιας φοράς το χρόνο. Βεβαίως λαμπρώς εορτάζουμε την εορτή τις ημέρες τις συγκεκριμένες. Μά, ορθοδόξως, τα Χριστούγεννα βιώνονται καθημερινά.
Αναφέρει και πάλι ο ίδιος Αγιορείτης μοναχός: «Συγκεκριμένως οι μοναχοί γενικά και ειδικά στο ΄Αγιον ΄Ορος του ΄Αθω, γιορτάζουν την Γέννηση του Θεού Λόγου σχεδόν κάθε ημέρα, δηλ. σε όλον τον κύκλο του λεγομένου θεολογικώς λειτουργικού χρόνου, χάρις στις νυχθήμερες ιερές ακολουθίες…Δεν θα ήταν λοιπόν μια απλή έκφραση, εάν ελέγαμε ότι ο Χριστός γεννάται αχρόνως στις καρδιές εκείνων των Χριστιανών, μοναχών και λαϊκών και κληρικών, «όσοις έπνευσεν η θεόρρυτος χάρις» και είναι «λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι, πάσχοντες οθνείαν αλλοίωσιν ευπρεπεστάτην», ανεξάρτητα από την κυριώνυμη εορτή της Γεννήσεώς Του… Αληθινά λοιπόν Χριστούγεννα επιτελούν, κατά τρόπον ουσιαστικόν και πνευματικόν, όσοι αισθάνονται στις καρδιές τους την Γέννηση του Κυρίου Ιησού» (αυτ.σελ. 49-51).
Κλείνουμε την εισήγησή μας μ’ ένα απόσπασμα προσευχής του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού από αναφορά του στην ενανθρώπηση του Υιού του Θεού:
«Δόξα σε Σένα Χριστέ, Λόγε του Θεού και Σοφία και Δύναμη και Θεέ Παντοκράτορα. Τι να Σου αντιδωρίσουμε εμείς οι άπραγοι για όλα όσα μας χάρισες; ΄Όλα μας τα έχεις δοσμένα εσύ και τίποτα άλλο δεν ζητάς από εμάς παρά να αποδεχτούμε τη σωτηρία που μας πρόσφερες, δίνοντάς μας ακόμα και τη δύναμη για να το κάνουμε. Και την προσπάθειά μας πάλι νιώθεις για χάρη γιατί είσαι απερίγραπτα αγαθός. Σ’ ευχαριστούμε, εσένα που μας έδωσες την ύπαρξη, μα και μας χάρισες την αιώνια ζωή. Εσένα που κι όταν την χάσαμε και την αρνηθήκαμε, μας οδήγησες πίσω σ’ αυτήν με την ενανθρώπησή σου που καμιά γλώσσα δεν τολμά να ερμηνεύσει».