Από την Εκκλησία μας την 7η Δεκεμβρίου τιμάται μια εξέχουσα φυσιογνωμία. Ο άγιος Αμβρόσιος Επίσκοπος Μεδιολάνων, του σημερινού Μιλάνου. Θεωρώντας πολύ ωφέλιμη την διήγηση, την παραθέτουμε στη συνέχεια. Καιρός είναι άλλωστε να αποτοξινωθούμε από θέματα, τα οποία εκταράσσουν το πνεύμα μας και να πορευθούμε στα μονοπάτια της πνευματικής ζωής. Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.
+ Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος
07.12.2008
ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΉ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ
Προσευχή του απολωλότος προβάτου
Ελα Κύριε Ιησού. Ζήτησε το δούλο σου, το πρόβατο το απολωλός, έλα Βοσκέ. Αφησε τα άλλα ενενήνταεννέα πρόβατα και ζήτησε το ένα, το χαμένο. Ελα σ' εμένα, που με παραμονεύουν λύκοι. Ελα σ'εμένα, τον διωγμένο από τον παράδεισο. Ελα να βρείς εμένα, που Σε αναζητώ. Ζήτησέ με, δέξου με, πάρε με κοντά Σου. Μπορείς να βρείς αυτόν που αναζητάς. Δέξου να περιμαζέψεις αυτόν που βρίσκεις. Βάλε πάνω στον ώμο Σου αυτόν που περιμάζεψες. Ενα φορτίο ευσπλαχνίας δεν είναι για Σένα βάρος. Ελα λοιπόν Κύριε. Ελα Κύριε ν'αναζητήσεις το πρόβατό Σου. Ελα Εσύ, ο ίδιος. Φέρε με στο Σταυρό, που είναι σωτηρία για τους πλανεμένους, ανάπαυση για τους κουρασμένους, ζωή για τους νεκρούς. Ελα και θα έρθει η σωτηρία στη γη και η χαρά στον ουρανό.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ εγεννήθη περί το 340 μ.Χ. εις την πόλιν Τρέβηρα της Πρωσσίας. Ό πατήρ του ώνομάζετο επίσης Αμβρόσιος και ήτο χριστιανός. Ανήκε δε εις ευγενή οίκογένειαν, πολλά μέλη τής οποίας κατέλαβον υψηλά εν τη πολιτεία αξιώματα και ο ίδιος δε υπήρξε διοικητής της Γαλλίας. Αποθανόντος του πατρός του αγίου, ότε ακόμη ήτο ούτος μικρόν παιδίον, η μήτηρ του εγκατεστάθη εις Ρώμην, ίνα επιμεληθή της μορφώσεως του. Ο Αμβρόσιος από της μικράς του ηλικίας απέδειξεν διά των πνευματικών του χαρισμάτων και της διαγωγής του, οποίαν εν τη κοινωνία έμελλε νά καταλάβη θέσιν. Διεκρίνετο μεταξύ των συμμαθητών του όχι μόνον διά τήν μεγάλην του έπιμέλειαν και έπίδοσιν εις τήν εκμάθησιν της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας, της φιλοσοφίας, των νομικών και των άλλων εγκυκλίων μαθημάτων, αλλά και διά το σεμνόν και σοβαρόν του ήθος.
Μετά λαμπράς εν Ρώμη σπουδάς μετέβη εις Μεδιόλανα, το σημερινόν Μιλάνον και ήσκησεν εκεί κατ' αρχάς το επάγγελμα του συνηγόρου, αγαπώμενος και εκτιμώμενος υπό πάντων. Τοιαύτη δε υπήρξεν ή ευδοκίμησίς του εν τη κοινωνία, ώστε ο αυτοκράτωρ της Δύσεως Ουαλεντιανός διώρισεν αυτόν τῳ 373 διοικητήν των επαρχιών Λιγυρίας και Αιμιλίας με έδραν τά Μεδιόλανα. Ο Αμβρόσιος δεν διέψευσε τας προσδοκίας του αυτοκράτορος και του λαού, του οποίου υπήρξε πραγματικός πατήρ φιλόστοργος. Ήτο το άντικείμενον της κοινής αγάπης και εμπιστοσύνης, ως απεδείχθη εφεξής.
Αποθανόντος δηλ. του επισκόπου Μεδιολάνων ήριζον οι χριστιανοί, όντες διηρημένοι εις ορθοδόξους και αρειανούς, διότι εκατέρα των δύο μερίδων ήθελεν ο μέλλων επίσκοπος να εκλεγή εκ της τάξεως της. Οι δια την εκλογήν συνελθόντες επίσκοποι ευρίσκοντο εις άμηχανίαν, ήπειλούντο δε ταραχαί και συγκρούσεις, προς πρόληψιν των οποίων ό 'Αμβρόσιος ως διοικητής ήλθεν εις την άγοράν. Εις την δύσκολον αυτήν στιγμήν εν παιδίον κατ' εμπνευσιν θείαν εφώναξεν «ο 'Αμβρόσιος γενέ-σ&ω επίσκοπος». Ήρκεσαν αι λέξεις αύται, ίνα ηλεκτρισθή ολόκληρον το πλήθος ορθοδόξων άμα και άρειανών και ίνα τας επαναλαμβάνη ως εντολήν του Θεού. Ο Αμβρόσιος ευρέθη εις στενόχωρον θέσιν μετέβη εις την αγοράν να τηρήση την τάξιν και εξελέγετο επίσκοπος τοσούτω μάλλον, όσω ούτε καν είχεν εισέτι βαπτισθή ανήκων εις τας τάξεις των κατηχουμένων Αλλά «φωνή λαού, φωνή Θεού». Και προ της προδήλου ταύτης φωνής του Θεού, εκλεγόμενος διά της κοινής βοής λαού και κλήρου, ηναγκάσθη να υποχώρηση και δεχθή το προσφερόμενον εις αυτόν υψηλόν αξίωμα της αρχιερωσύνης. Εβαπτίσθη συντόμως και εχειροτονήθη εντός οκτώ ήμερων εις διάκονον και πρεσβύτερον και τη 7η Δεκεμβρίου 364 εις επίσκοπον.
Ο Αμβρόσιος επίσκοπος γενόμενος διένειμε την μεγάλην του περιουσίαν εις τους πτωχούς, κρατήσας μόνον τά απαραιτήτως αναγκαία δι’ εαυτόν και τα βιβλία του. Ως επίσκοπος διεκρίθη μεταξύ άλλων ιδιαίτατα διά την προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας αγάπην του. Πολλάκις επώλει τον πολύτιμον διάκοσμον των ναών, ίνα εξαγοράζη χριστιανούς αιχμαλώτους των ειδωλολατρών. Οι εχθροί του άρειανοί κατηγόρησαν ποτέ αυτόν διά τούτο· αλλ’ ο επίγνωσιν βαθείαν των υποχρεώσεων του έχων Αμβρόσιος απήντησεν, τι την ψυχήν των χριστιανών αιχμαλώτων, οι όποιοι διέτρεχον τον κίνδυνον να εκβιασθούν να αρνηθούν τον χριστιανισμόν, έθεώρει πολυτιμοτέραν τού χρυσού και αργυρού διακόσμου των ναών.
Ο Αμβρόσιος το αξίωμα το έπισκοπικόν δεν εξέλαβεν ως ευκαιρίαν αναπαύσεως, αλλ' ως «έργον», κατά τον απ. Παύλον. Εργαζόμενος νυχθημερόν, ίνα έπαρκέση εις τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, επεδόθη αμέσως από της χειροτονίας του εις την βαθείαν μελέτην της Αγ. Γραφής προς τέλειον καταρτισμόν του εις το θείον κήρυγμα, το όποιον εθεράπευσε μετ’ ιδιαιτέρας επιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ανελλιπώς καθ’ εκάστην Κυριακήν και πολλάκις της εβδομάδος, ενίοτε δε και δις της ημέρας. Γνωρίζων δε καλώς, τι το κήρυγμα των θείων αληθειών άνευ της υπό του κηρύττοντος εφαρμογής αυτών εν τη ιδία ζωή ουδέν ή σχεδόν ουδέν ωφελεί, εάν και δεν βλάπτη ενίοτε, ο Αμβρόσιος υπήρξεν η ζώσα εικών των υπ’ αυτού κηρυττομένων αληθειών Και τας αληθείας ταύτας εφήρμοζε πάντοτε ουδέποτε αποβλέπων εις πρόσωπα, σον δήποτε υψηλά και αν εύρίσκοντο. Ουδεμίαν εδέχετο ύποχώρησιν εις τας ηθικάς του αρχάς, απαράμιλλον δε υπήρξε το ηθικόν του σθένος.
Ούτως ότε η χήρα αυτοκράτειρα Ιουλίνη, η προσκείμενη εις τον αρειανισμόν, τον οποίον μετά πολλής επιτυχίας επολέμησε και περιώρισεν εν Μεδιολάνοις ο Αμβρόσιος, εζήτησε διά του υιού της αυτοκράτορος Ουαλεντιανού του Β', να παραχώρηση εις τους αρειανούς ναόν έξω της πόλεως ευρισκόμενον, ο επίσκοπος θεωρών την τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν των καθηκόντων του και της ορθοδοξίας, ηρνήθη διαρρήδην ειπών «τα τον καίσαρας τω καίσαρι και τα τον Θεόν τω Θεώ- είς τον καίσαρα ανήκονν τα ανάκτορα και εις τον Ιερέα ο ναός». Ο αυτοκράτωρ έστειλε στρατιώτας, ίνα συλλάβουν τον απειθή και ατίθασον επίσκοπον και ίνα καταλάβουν διά της βίας τον ναόν. Ο Αμβρόσιος έμεινεν απτόητος· καθ’ όν χρόνον οι στρατιώται περιεκύκλουν τον ναόν, αυτός γαληνιαίος εξηκολούθει το κήρυγμα του, συστήσας εις το εκκλησίασμα, το έτοιμον νά προστατεύση τον επίσκοπον του, να μη προβάλη αντίστασιν προς αποφυγήν αιματοχυσίας. Τοιαύτη όμως ήτο η γοητεία, τοιούτον το ηθικόν του κύρος και η επιβολή, ώστε μέρος μεν των στρατιωτών ηρνήθη, τε αντίκρυσε τον επίσκοπον, να συμμορφωθή προς τας διαταγάς του αυτοκράτορος, ούτος δε ωριμώτερον και ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δέ και τήν απειλουμένην στάσιν, ανεκάλεσε την διαταγήν του, και ο επίσκοπος εξήλθε νικητής με την ενισχύουσαν χάριν του Θεού.
Αλλ' η βασιλομήτωρ δεν ησύχασε· μετά εν έτος, τω 386, εξώθησε τον αυτοκράτορα υιόν της να επαναλάβη εντονώτερον την απαίτησίν του περί παραδόσεως του ναού εις τους αρειανούς. Αλλ' ο Αμβρόσιος έμεινε και πάλιν απτόητος και ακλόνητος· «όταν ο ασεβής βασιλεύς Άχαάβ, απήντησεν, εζήτησεν από τον Ναβουθάν να παραδώση εις αυτόν τον εκ πατρικής κληρονομιάς αμπελώνα, ο Ναβουθάν ήρνή&η- αρνούμαι, προσέ&η-κε, να παραδώσω και εγώ την κληρονομίαν τον Χρίστου, την κληρονομίαν των πατέρων μου». Ο αυτοκράτωρ οργισθείς διέταξε την σύλληψιν και έξορίαν του 'Αμβροσίου· αλλ' ούτος φρουρούμενος υπό των αφοσιωμένων εις αυτόν χριστιανών του έμεινε επί ημέρας εντός του ναού, μέχρις ου ο αυτοκράτωρ κατιδών τους κινδύνους, ους ηπείλει η επιμονή του εις την παράνομον αξίωσίν του, ανεκάλεσε την διαταγήν του.
Όλως όμως ιδιαιτέρως ανεδείχθη και έλαμψε το θάρρος και το ηθικόν κύρος του 'Αμβροσίου εις τας σχέσεις του προς τον αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδόσιον τον Μέγαν, τον οποίον γεγονότα πολεμικά έφεραν εις Μεδιόλανα. Ότε δηλ. επληροφορήθη εν Μεδιολάνοις ο Θεοδόσιος τω 388, τι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της εν Μεσοποταμία πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχώς υπό των αρειανών και των ιουδαίων, απο-λέσαντες την ύπομονήν των και εν στιγμαίς παραφοράς εξ αγανακτήσεως έκαυσαν τον ναόν των αρειανών και την συνανωγήν των Ιουδαίων, θέλων να τιμωρήση μεν την αυτοδικίαν, να αποδείξη δε, τι οι υπήκοοι του ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων ήσαν ίσοι προ αυτού, δικαιούμενοι της αυτοκρατορικής προστασίας, διέταξεν, ίνα ο επίσκοπος της πόλεως ανεγείρη εξ ιδίων τας πυρποληθείσας οικοδομάς. Και η μεν απόφασις του αυτοκράτορος ήτο δικαία, αλλ' υπήρχε κίνδυνος να αποθρασυνθούν οι αιρετικοί και οι ιουδαίοι και νά επαναλάβουν ζωηρότερον τας οχλήσεις των, να ταπεινωθή δε και η 'Εκκλησία Καλλινίκου εν τω προσώπω του επισκόπου της. Ο Αμβρόσιος εξέθηκε τα ανωτέρω εις τον ωργισμένον αυτοκράτορα και έπεισεν αυτόν να ανακαλέση την ταπεινωτικήν δια την Εκκλησίαν διαταγήν του.
Αλλ' επέπρωτο να έλθη εις σύγκρουσιν σφοδράν μετ’ αυτού εκ της εξής αιτίας, σύγκρουσιν, η οποία έγινεν αφορμή να αναδειχθή το ηθικόν μεγαλείον του τε επισκόπου και του αυτοκράτορος. Εν στάσει τινί δηλ. εν Θεσσαλονίκη τω 390 ο όχλος εφόνευσε τον στρατηγόν και ανωτέρους αξιωματικούς. Ο Θεοδόσιος πληροφορηθείς τα γενόμενα εξεμάνη και διέταξε την σκληράν τιμωρίαν της πόλεως. Ούτω παρασυρθείς ο λαός εις το Ιπποδρόμων κατεσφάγη, 7.000 δε πολιτών επλήρωσαν με το αίμα των τον φόνον του στρατηγού και των αξιωματικών Όταν ο Αμβρόσιος έπληροφορήθη τα της αγρίας σφαγής τόσων πολιτών, ων το πλείστον ήσαν αθώοι, κατεταράχθη, αποστέργων δε να συνάντηση τον αυτοκράτορα, του οποίου αι χείρες απέσταζον από το αίμα, απεμακρύνθη των Μεδιολάνων καταφυγών εις εξοχήν και εκείθεν δι' επιστολής του ήλεγξε τον αυτοκράτορα. «Το αμάρτημα σου δεν εξαλείφεται παρά με δάκρυα και ειλικρινή μετάνοιαν, έγραφεν ούτε αύτοι οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι είμπορούν να το συγχωρήσουν με άλλον τρόπον. Αυτός ο Κύριος δεν συγχωρεί παρά μόνον τους μετανοούντας. Σε συμβουλεύω, σε προτρέπω, σε παραινώ- δεν τολμώ να τελέσω το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, εάν Θέλησης να παραστής κατ' αυτό». Ο Θεοδόσιος ευρέθη εις δυσχερή θέσιν η γλώσσα του επισκόπου ήτο πολύ αυστηρά· τω απηγορεύετο ο εκκλησιασμός. Και την στέρησιν ταύτην ησθάνετο βαθέως, χωρίς να λάβωμεν υπ’ όψιν, τι εθίγετο και το αυτοκρατορικόν του αξίωμα. Εθεώρει εαυτόν και αδικούμενον υπό του επισκόπου και άγαν αυστηρώς κρινόμενον, αφ' ου ενεργήσας ως ενήργησεν εν Θεσσαλονίκη είχεν υπ’ όψει το συμφέρον του Κράτους και την εμπέδωσιν της τάξεως. Και με τας σκέψεις αυτάς απεφάσισε να μη λάβη υπ’ όψιν τας συστάσεις του επισκόπου και να μεταβή εις τον ναόν. Αλλ' ο Αμβρόσιος, πλήρης ζήλου ιερού και άτεγκτος εις τας αποφάσεις του εξήλθεν εις την θύραν του ναού και απηγόρευσε την είσοδον εις τον αυτοκράτορα· «δεν εννοείς φαίνεται, ώ βασιλευ, τω είπε, το μέγεθος της μιαιφονίας, την οποίαν διέπραξας, ούτε δε και μετά την πάροδον του θυμού σου ανελογίσθης το τολμηθέν διότι ίσως το βασιλικόν σου αξίωμα σε εμποδίζει να εννοήσης τήν αμαρτίαν. Ανάγκη όμως νά λάβης επίγνωσιν της ανθρωπινής φύσεως, η οποία είνε θνητή και να κατανόησες, τι από χώμα προερχόμεθα και εις χώμα θα επιστρέψωμεν και να μη αγνοής εξαπατώμενος από την αλουργίδα την βασιλικήν την ασθένειαν του υπ' αυτής καλυπτομένου σώματος. Άρχεις, ώ βασιλεύ, ανθρώπων την αυτήν με σε εχόντων φύσιν άρχεις ομοδούλων διότι ένας είνε ο δεσπότης και βασιλεύς απάντων, ο των απάντων δημιουργός. Με ποίους λοιπόν οφθαλμούς θά ίδης τον ναόν του κοινού δεσπότου; Με ποίους δε πόδας θά πάτησες το άγιόν του δάπεδον; Πώς δε θά εκτείνχις τάς χείρας, άποσταζούσας άπό το αδίκως χυθέν αίμα; Και πώς &ά δεχ&ης εντός τοιούτων χειρών το πανάγιον Σώμα τοΰ Δεσπότου; Ή πώς θα δεχ&ης το τίμιον Αίμα του Δεσπότου εις στόμα, από το όποιον εξήλθεν η παράνομος διαταγή να χυθή τόσον αίμα; Φύγε λοιπόν και μη επιχειρής δευτέραν παρανομίαν να πρόσθεσες εις την πρώτην και δέξου το επίτιμων, το όποιον μετ' εμού σοι επιβάλλει άνωθεν ό Θεός, ό τών λων δεσπότης το επιτίμιον τούτο θά σε θεραπεύση και Θα σοι αποδώση την ύγείαν της ψυχής».
Υπήρξε δραματική η σκηνή· αυτοκράτωρ πανίσχυρος ηλέγχετο δημοσία παρά του επισκόπου επί μιαιφονία, τω απεκλείετο η εις τον ναόν είσοδος και τω επεβάλλετο νά συγκαταριθμηθή εις την τάξιν των μετανοούντων, ίνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ο Μέγας εδείχθη τω όντι μέγας κατά την στιγμήν ταύτην δεν ωργίσθη κατά του τολμηρού επισκόπου· εν συντριβή καρδίας υπέμνησεν απλώς, τι και ο Δαυίδ ήμαρτέ ποτέ διπλούν αμάρτημα. Ο Αμβρόσιος επωφελήθη από τους λόγους τούτους και τώ είπε· «Καθώς λοιπόν εμιμήθης τον Δαυίδ εις την αμαρτίαν, ούτω πρέπει να τον μιμη&ής και εις την μετάνοιαν». Και ο αυτοκράτωρ τον εμιμήθη· υπετάγη εις το παράγγελμα του επισκόπου· ανεχώρησε· και μετά οκτώ μήνας μετανοίας και δακρύων εγένετο δεκτός εις την θείαν κοινωνίαν κατά την έορτήν των Χριστουγέννων, αφ' ου εξωμολογήθη δημοσία εν τω ναώ το αμάρτημα του και εζήτησε πρηνής συγγνώμην παρά του επισκόπου.
Ο ζηλωτής επίσκοπος απηγόρευσεν επίσης εις τους βασιλείς να μένωσιν εντός του Ι. Βήματος, ως συνήθιζον άχρι τότε, διότι «η βασιλική αλουργίς κάμνει βασιλείς και όχι ιερείς» και ώρισε τόπον παραμονής των τον χώρον έξω αμέσως προ του Ι. Βήματος.
Έχων υπ’ όψιν ο Αμβρόσιος τι πολλαί πλάναι συμβαίνουσι κατά τας δίκας και τι πολλοί αδίκως καταδικάζονται και δη και εις θάνατον, έπεισε τον αυτοκράτορα Γρατιανόν να εκδώση διάταγμα να μη εκτελώνται αι θανατικάί ποιναί πριν ή παρέλθη μην από της καταδικαστικής αποφάσεως, ώστε να μεσολαβή χρόνος ικανός δια την έπανόρθωσιν γενομένης τυχόν αδικίας.
Ο άγιος 'Αμβρόσιος κοσμούμενος με αμφιλαφή θύραθεν και έκκλησιαστικήν μόρφωσιν, διακρινόμενος δε επί αυστηρά ορθοδοξία μετείχε της γενικωτέρας εκκλησιαστικής κινήσεως της εποχής του δίδων την προσήκουσαν κατεύθυνσιν εις αυτήν, μετέσχε δε τω 381 της εν Άκυληΐα Συνόδου καθ’ ην καθηρέθησαν οι άρειανοι επίσκοποι Παλλάδιος και Σεκουδιανός. Τώ 382 προήδρευσε της εν Μεδιολάνοις Συνόδου των επισκόπων της 'Ιταλίας κατά τής αίρέσεως του Άπολιναρίου, έλαβε δε μέρος και εις την εν Ρώμη Σύνοδον την συγκληθείσαν υπό του πάπα Δαμάσου. Τώ 391 μετέσχε της εν Καπύη Συνόδου.
Αι ποιμαντορικαι και λοιπαι απασχολήσεις του Αμβροσίου δεν ημπόδιζον αυτόν να άσχολήται και εις μελετάς επιστημονικάς και να ανάπτυξη αξιόλογον συγγραφικήν δράσιν. Συγγράμματα αυτού είνε: 1) Ομιλίαι είς την εξαήμερον 2) περί παραδείσου· 3) περί Άβελ και Κάιν 4) περί Νώε και της κιβωτού· 5) περί τού πατριάρχου Αβραάμ 6) περί του αγαθου του θανάτου· 7) περί Ιακώβ και της μακάριας ζωής· 8) περί του πατριάρχου 'Ιωσήφ· 9) περί Ήλιου και νηστείας· 10) περί Ναβουθαι και των πτωχών 11) περί Τωβιτ ή κατά τοκιζόντων 12) δύο άπολογίαι του προφ. Δαυΐδ· 13) εξηγήσεις εις τινας ψαλμούς· 14) υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Εύαγγέλιον 15) υπόμνημα είς το ?Ασμα τών Ασμάτων 16) περί καθηκόντων των λειτουργών 17) περί των χηρών 18) περί παρθενίας· 19) προς παρθένον εκπεσούσαν 20) περί των μυστηρίων 21) περί μετανοίας· 22) περί πίστεως· 23) περί του Αγ. Πνεύματος· 24) περί του μυστηρίου τής ενσαρκώσεως του Κυρίου· 25) λόγος περί του θανάτου του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Σώζονται δε και εννενήκοντα μία επιστολαί του. Απολεσθέντα έργα του είνε· ερμηνείαι εις τον Ησαΐαν και άλλους προφήτας, εις τας Παροιμίας και την Σοφίαν Σολομώντος.
Ο Αμβρόσιος διεκρίθη και ως ρήτωρ εκκλησιαστικός και ως υμνογράφος, πολλοί δε των ύμνων αύτού είνε εν χρήσει εν τη λατρεία της Δυτ. Εκκλησίας.
Ο άγιος 'Αμβρόσιος συνέταξε και τον το πρώτον κατά την βάπτισιν του Ι. Αυγουστίνου ψαλέντα ύμνον «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου ο Θεός ημών», το ολιγόλογον τούτο μεγαλούργημα «το χωρίς φιλολογικά στολίδια και πτωχόν είς λέξεις μεγαλοπρεπείς, αλλ' εν τη άφελεία του ως άλλη έπτάχρους ίρις άπαντα περιλαμβάνον τα είδη των προσευχών, -αίνον, εύλογίαν, εύχαριστίαν, δέησιν- και άπασας έξεικονίζον τας στάσεις της ψυχής ενώπιον του Ποιη-τού αυτής».
Αλλ' οι κόποι, εις ους υπεβάλλετο, ίνα επαρκέση εις την τόσον πολυσχιδή του εργασίαν και ή ασκητική ζωή, ην διήγε, κατέβαλον ταχέως τον Αμβρόσιον και τη 4ην Απριλίου του 397, ήμερα Μεγ. Παρασκευής, μετά αρχιερατείαν 23 πολυπόνων ετών και εις ήλικίαν 57 ετών παρέδωκε το πνεύμα και τη Κυριακή της Αναστάσεως ετάφη. Ό θάνατος του κατελύπησε τους πάντας, ορθοδόξους, αιρετικούς, ιουδαίους και είδωλολάτρας, διότι ύπήρξεν ευεργετικός προς πάντας. Εις την κηδείαν του προσέτρεξαν οι πάντες φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης άποτίοντες προς τον επίσκοπον, ο οποιος ανεδείχθη κοινός πάντων πατήρ. Η Εκκλησία εθρήνησε την απώλειαν του καλού ποιμένος, του σοφού διδασκάλου, του σθεναρού προασπιστού τής ορθοδοξίας, τού θαρραλέου προστάτου των πτωχών και αδικούμενων, του επισκόπου, στις εν τω προσώπω του παρέσχε ζώσαν εικόνα επισκόπου, ως διαγράφει αυτήν ο απ. Παύλος, γράφων προς Τιμόθεον. Η Εκκλησία κατέταξεν αυτόν μεταξύ των αγίων και ώρισεν ημέραν της μνήμης αυτού την 7ην Δεκεμβρίου, ημέραν της εις επίσκοπον προχειρίσεώς του.
Μετά λαμπράς εν Ρώμη σπουδάς μετέβη εις Μεδιόλανα, το σημερινόν Μιλάνον και ήσκησεν εκεί κατ' αρχάς το επάγγελμα του συνηγόρου, αγαπώμενος και εκτιμώμενος υπό πάντων. Τοιαύτη δε υπήρξεν ή ευδοκίμησίς του εν τη κοινωνία, ώστε ο αυτοκράτωρ της Δύσεως Ουαλεντιανός διώρισεν αυτόν τῳ 373 διοικητήν των επαρχιών Λιγυρίας και Αιμιλίας με έδραν τά Μεδιόλανα. Ο Αμβρόσιος δεν διέψευσε τας προσδοκίας του αυτοκράτορος και του λαού, του οποίου υπήρξε πραγματικός πατήρ φιλόστοργος. Ήτο το άντικείμενον της κοινής αγάπης και εμπιστοσύνης, ως απεδείχθη εφεξής.
Αποθανόντος δηλ. του επισκόπου Μεδιολάνων ήριζον οι χριστιανοί, όντες διηρημένοι εις ορθοδόξους και αρειανούς, διότι εκατέρα των δύο μερίδων ήθελεν ο μέλλων επίσκοπος να εκλεγή εκ της τάξεως της. Οι δια την εκλογήν συνελθόντες επίσκοποι ευρίσκοντο εις άμηχανίαν, ήπειλούντο δε ταραχαί και συγκρούσεις, προς πρόληψιν των οποίων ό 'Αμβρόσιος ως διοικητής ήλθεν εις την άγοράν. Εις την δύσκολον αυτήν στιγμήν εν παιδίον κατ' εμπνευσιν θείαν εφώναξεν «ο 'Αμβρόσιος γενέ-σ&ω επίσκοπος». Ήρκεσαν αι λέξεις αύται, ίνα ηλεκτρισθή ολόκληρον το πλήθος ορθοδόξων άμα και άρειανών και ίνα τας επαναλαμβάνη ως εντολήν του Θεού. Ο Αμβρόσιος ευρέθη εις στενόχωρον θέσιν μετέβη εις την αγοράν να τηρήση την τάξιν και εξελέγετο επίσκοπος τοσούτω μάλλον, όσω ούτε καν είχεν εισέτι βαπτισθή ανήκων εις τας τάξεις των κατηχουμένων Αλλά «φωνή λαού, φωνή Θεού». Και προ της προδήλου ταύτης φωνής του Θεού, εκλεγόμενος διά της κοινής βοής λαού και κλήρου, ηναγκάσθη να υποχώρηση και δεχθή το προσφερόμενον εις αυτόν υψηλόν αξίωμα της αρχιερωσύνης. Εβαπτίσθη συντόμως και εχειροτονήθη εντός οκτώ ήμερων εις διάκονον και πρεσβύτερον και τη 7η Δεκεμβρίου 364 εις επίσκοπον.
Ο Αμβρόσιος επίσκοπος γενόμενος διένειμε την μεγάλην του περιουσίαν εις τους πτωχούς, κρατήσας μόνον τά απαραιτήτως αναγκαία δι’ εαυτόν και τα βιβλία του. Ως επίσκοπος διεκρίθη μεταξύ άλλων ιδιαίτατα διά την προς τους πτωχούς και τους πάσχοντας αγάπην του. Πολλάκις επώλει τον πολύτιμον διάκοσμον των ναών, ίνα εξαγοράζη χριστιανούς αιχμαλώτους των ειδωλολατρών. Οι εχθροί του άρειανοί κατηγόρησαν ποτέ αυτόν διά τούτο· αλλ’ ο επίγνωσιν βαθείαν των υποχρεώσεων του έχων Αμβρόσιος απήντησεν, τι την ψυχήν των χριστιανών αιχμαλώτων, οι όποιοι διέτρεχον τον κίνδυνον να εκβιασθούν να αρνηθούν τον χριστιανισμόν, έθεώρει πολυτιμοτέραν τού χρυσού και αργυρού διακόσμου των ναών.
Ο Αμβρόσιος το αξίωμα το έπισκοπικόν δεν εξέλαβεν ως ευκαιρίαν αναπαύσεως, αλλ' ως «έργον», κατά τον απ. Παύλον. Εργαζόμενος νυχθημερόν, ίνα έπαρκέση εις τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, επεδόθη αμέσως από της χειροτονίας του εις την βαθείαν μελέτην της Αγ. Γραφής προς τέλειον καταρτισμόν του εις το θείον κήρυγμα, το όποιον εθεράπευσε μετ’ ιδιαιτέρας επιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ανελλιπώς καθ’ εκάστην Κυριακήν και πολλάκις της εβδομάδος, ενίοτε δε και δις της ημέρας. Γνωρίζων δε καλώς, τι το κήρυγμα των θείων αληθειών άνευ της υπό του κηρύττοντος εφαρμογής αυτών εν τη ιδία ζωή ουδέν ή σχεδόν ουδέν ωφελεί, εάν και δεν βλάπτη ενίοτε, ο Αμβρόσιος υπήρξεν η ζώσα εικών των υπ’ αυτού κηρυττομένων αληθειών Και τας αληθείας ταύτας εφήρμοζε πάντοτε ουδέποτε αποβλέπων εις πρόσωπα, σον δήποτε υψηλά και αν εύρίσκοντο. Ουδεμίαν εδέχετο ύποχώρησιν εις τας ηθικάς του αρχάς, απαράμιλλον δε υπήρξε το ηθικόν του σθένος.
Ούτως ότε η χήρα αυτοκράτειρα Ιουλίνη, η προσκείμενη εις τον αρειανισμόν, τον οποίον μετά πολλής επιτυχίας επολέμησε και περιώρισεν εν Μεδιολάνοις ο Αμβρόσιος, εζήτησε διά του υιού της αυτοκράτορος Ουαλεντιανού του Β', να παραχώρηση εις τους αρειανούς ναόν έξω της πόλεως ευρισκόμενον, ο επίσκοπος θεωρών την τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν των καθηκόντων του και της ορθοδοξίας, ηρνήθη διαρρήδην ειπών «τα τον καίσαρας τω καίσαρι και τα τον Θεόν τω Θεώ- είς τον καίσαρα ανήκονν τα ανάκτορα και εις τον Ιερέα ο ναός». Ο αυτοκράτωρ έστειλε στρατιώτας, ίνα συλλάβουν τον απειθή και ατίθασον επίσκοπον και ίνα καταλάβουν διά της βίας τον ναόν. Ο Αμβρόσιος έμεινεν απτόητος· καθ’ όν χρόνον οι στρατιώται περιεκύκλουν τον ναόν, αυτός γαληνιαίος εξηκολούθει το κήρυγμα του, συστήσας εις το εκκλησίασμα, το έτοιμον νά προστατεύση τον επίσκοπον του, να μη προβάλη αντίστασιν προς αποφυγήν αιματοχυσίας. Τοιαύτη όμως ήτο η γοητεία, τοιούτον το ηθικόν του κύρος και η επιβολή, ώστε μέρος μεν των στρατιωτών ηρνήθη, τε αντίκρυσε τον επίσκοπον, να συμμορφωθή προς τας διαταγάς του αυτοκράτορος, ούτος δε ωριμώτερον και ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δέ και τήν απειλουμένην στάσιν, ανεκάλεσε την διαταγήν του, και ο επίσκοπος εξήλθε νικητής με την ενισχύουσαν χάριν του Θεού.
Αλλ' η βασιλομήτωρ δεν ησύχασε· μετά εν έτος, τω 386, εξώθησε τον αυτοκράτορα υιόν της να επαναλάβη εντονώτερον την απαίτησίν του περί παραδόσεως του ναού εις τους αρειανούς. Αλλ' ο Αμβρόσιος έμεινε και πάλιν απτόητος και ακλόνητος· «όταν ο ασεβής βασιλεύς Άχαάβ, απήντησεν, εζήτησεν από τον Ναβουθάν να παραδώση εις αυτόν τον εκ πατρικής κληρονομιάς αμπελώνα, ο Ναβουθάν ήρνή&η- αρνούμαι, προσέ&η-κε, να παραδώσω και εγώ την κληρονομίαν τον Χρίστου, την κληρονομίαν των πατέρων μου». Ο αυτοκράτωρ οργισθείς διέταξε την σύλληψιν και έξορίαν του 'Αμβροσίου· αλλ' ούτος φρουρούμενος υπό των αφοσιωμένων εις αυτόν χριστιανών του έμεινε επί ημέρας εντός του ναού, μέχρις ου ο αυτοκράτωρ κατιδών τους κινδύνους, ους ηπείλει η επιμονή του εις την παράνομον αξίωσίν του, ανεκάλεσε την διαταγήν του.
Όλως όμως ιδιαιτέρως ανεδείχθη και έλαμψε το θάρρος και το ηθικόν κύρος του 'Αμβροσίου εις τας σχέσεις του προς τον αυτοκράτορα της Ανατολής Θεοδόσιον τον Μέγαν, τον οποίον γεγονότα πολεμικά έφεραν εις Μεδιόλανα. Ότε δηλ. επληροφορήθη εν Μεδιολάνοις ο Θεοδόσιος τω 388, τι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της εν Μεσοποταμία πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχώς υπό των αρειανών και των ιουδαίων, απο-λέσαντες την ύπομονήν των και εν στιγμαίς παραφοράς εξ αγανακτήσεως έκαυσαν τον ναόν των αρειανών και την συνανωγήν των Ιουδαίων, θέλων να τιμωρήση μεν την αυτοδικίαν, να αποδείξη δε, τι οι υπήκοοι του ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων ήσαν ίσοι προ αυτού, δικαιούμενοι της αυτοκρατορικής προστασίας, διέταξεν, ίνα ο επίσκοπος της πόλεως ανεγείρη εξ ιδίων τας πυρποληθείσας οικοδομάς. Και η μεν απόφασις του αυτοκράτορος ήτο δικαία, αλλ' υπήρχε κίνδυνος να αποθρασυνθούν οι αιρετικοί και οι ιουδαίοι και νά επαναλάβουν ζωηρότερον τας οχλήσεις των, να ταπεινωθή δε και η 'Εκκλησία Καλλινίκου εν τω προσώπω του επισκόπου της. Ο Αμβρόσιος εξέθηκε τα ανωτέρω εις τον ωργισμένον αυτοκράτορα και έπεισεν αυτόν να ανακαλέση την ταπεινωτικήν δια την Εκκλησίαν διαταγήν του.
Αλλ' επέπρωτο να έλθη εις σύγκρουσιν σφοδράν μετ’ αυτού εκ της εξής αιτίας, σύγκρουσιν, η οποία έγινεν αφορμή να αναδειχθή το ηθικόν μεγαλείον του τε επισκόπου και του αυτοκράτορος. Εν στάσει τινί δηλ. εν Θεσσαλονίκη τω 390 ο όχλος εφόνευσε τον στρατηγόν και ανωτέρους αξιωματικούς. Ο Θεοδόσιος πληροφορηθείς τα γενόμενα εξεμάνη και διέταξε την σκληράν τιμωρίαν της πόλεως. Ούτω παρασυρθείς ο λαός εις το Ιπποδρόμων κατεσφάγη, 7.000 δε πολιτών επλήρωσαν με το αίμα των τον φόνον του στρατηγού και των αξιωματικών Όταν ο Αμβρόσιος έπληροφορήθη τα της αγρίας σφαγής τόσων πολιτών, ων το πλείστον ήσαν αθώοι, κατεταράχθη, αποστέργων δε να συνάντηση τον αυτοκράτορα, του οποίου αι χείρες απέσταζον από το αίμα, απεμακρύνθη των Μεδιολάνων καταφυγών εις εξοχήν και εκείθεν δι' επιστολής του ήλεγξε τον αυτοκράτορα. «Το αμάρτημα σου δεν εξαλείφεται παρά με δάκρυα και ειλικρινή μετάνοιαν, έγραφεν ούτε αύτοι οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι είμπορούν να το συγχωρήσουν με άλλον τρόπον. Αυτός ο Κύριος δεν συγχωρεί παρά μόνον τους μετανοούντας. Σε συμβουλεύω, σε προτρέπω, σε παραινώ- δεν τολμώ να τελέσω το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, εάν Θέλησης να παραστής κατ' αυτό». Ο Θεοδόσιος ευρέθη εις δυσχερή θέσιν η γλώσσα του επισκόπου ήτο πολύ αυστηρά· τω απηγορεύετο ο εκκλησιασμός. Και την στέρησιν ταύτην ησθάνετο βαθέως, χωρίς να λάβωμεν υπ’ όψιν, τι εθίγετο και το αυτοκρατορικόν του αξίωμα. Εθεώρει εαυτόν και αδικούμενον υπό του επισκόπου και άγαν αυστηρώς κρινόμενον, αφ' ου ενεργήσας ως ενήργησεν εν Θεσσαλονίκη είχεν υπ’ όψει το συμφέρον του Κράτους και την εμπέδωσιν της τάξεως. Και με τας σκέψεις αυτάς απεφάσισε να μη λάβη υπ’ όψιν τας συστάσεις του επισκόπου και να μεταβή εις τον ναόν. Αλλ' ο Αμβρόσιος, πλήρης ζήλου ιερού και άτεγκτος εις τας αποφάσεις του εξήλθεν εις την θύραν του ναού και απηγόρευσε την είσοδον εις τον αυτοκράτορα· «δεν εννοείς φαίνεται, ώ βασιλευ, τω είπε, το μέγεθος της μιαιφονίας, την οποίαν διέπραξας, ούτε δε και μετά την πάροδον του θυμού σου ανελογίσθης το τολμηθέν διότι ίσως το βασιλικόν σου αξίωμα σε εμποδίζει να εννοήσης τήν αμαρτίαν. Ανάγκη όμως νά λάβης επίγνωσιν της ανθρωπινής φύσεως, η οποία είνε θνητή και να κατανόησες, τι από χώμα προερχόμεθα και εις χώμα θα επιστρέψωμεν και να μη αγνοής εξαπατώμενος από την αλουργίδα την βασιλικήν την ασθένειαν του υπ' αυτής καλυπτομένου σώματος. Άρχεις, ώ βασιλεύ, ανθρώπων την αυτήν με σε εχόντων φύσιν άρχεις ομοδούλων διότι ένας είνε ο δεσπότης και βασιλεύς απάντων, ο των απάντων δημιουργός. Με ποίους λοιπόν οφθαλμούς θά ίδης τον ναόν του κοινού δεσπότου; Με ποίους δε πόδας θά πάτησες το άγιόν του δάπεδον; Πώς δε θά εκτείνχις τάς χείρας, άποσταζούσας άπό το αδίκως χυθέν αίμα; Και πώς &ά δεχ&ης εντός τοιούτων χειρών το πανάγιον Σώμα τοΰ Δεσπότου; Ή πώς θα δεχ&ης το τίμιον Αίμα του Δεσπότου εις στόμα, από το όποιον εξήλθεν η παράνομος διαταγή να χυθή τόσον αίμα; Φύγε λοιπόν και μη επιχειρής δευτέραν παρανομίαν να πρόσθεσες εις την πρώτην και δέξου το επίτιμων, το όποιον μετ' εμού σοι επιβάλλει άνωθεν ό Θεός, ό τών λων δεσπότης το επιτίμιον τούτο θά σε θεραπεύση και Θα σοι αποδώση την ύγείαν της ψυχής».
Υπήρξε δραματική η σκηνή· αυτοκράτωρ πανίσχυρος ηλέγχετο δημοσία παρά του επισκόπου επί μιαιφονία, τω απεκλείετο η εις τον ναόν είσοδος και τω επεβάλλετο νά συγκαταριθμηθή εις την τάξιν των μετανοούντων, ίνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ο Μέγας εδείχθη τω όντι μέγας κατά την στιγμήν ταύτην δεν ωργίσθη κατά του τολμηρού επισκόπου· εν συντριβή καρδίας υπέμνησεν απλώς, τι και ο Δαυίδ ήμαρτέ ποτέ διπλούν αμάρτημα. Ο Αμβρόσιος επωφελήθη από τους λόγους τούτους και τώ είπε· «Καθώς λοιπόν εμιμήθης τον Δαυίδ εις την αμαρτίαν, ούτω πρέπει να τον μιμη&ής και εις την μετάνοιαν». Και ο αυτοκράτωρ τον εμιμήθη· υπετάγη εις το παράγγελμα του επισκόπου· ανεχώρησε· και μετά οκτώ μήνας μετανοίας και δακρύων εγένετο δεκτός εις την θείαν κοινωνίαν κατά την έορτήν των Χριστουγέννων, αφ' ου εξωμολογήθη δημοσία εν τω ναώ το αμάρτημα του και εζήτησε πρηνής συγγνώμην παρά του επισκόπου.
Ο ζηλωτής επίσκοπος απηγόρευσεν επίσης εις τους βασιλείς να μένωσιν εντός του Ι. Βήματος, ως συνήθιζον άχρι τότε, διότι «η βασιλική αλουργίς κάμνει βασιλείς και όχι ιερείς» και ώρισε τόπον παραμονής των τον χώρον έξω αμέσως προ του Ι. Βήματος.
Έχων υπ’ όψιν ο Αμβρόσιος τι πολλαί πλάναι συμβαίνουσι κατά τας δίκας και τι πολλοί αδίκως καταδικάζονται και δη και εις θάνατον, έπεισε τον αυτοκράτορα Γρατιανόν να εκδώση διάταγμα να μη εκτελώνται αι θανατικάί ποιναί πριν ή παρέλθη μην από της καταδικαστικής αποφάσεως, ώστε να μεσολαβή χρόνος ικανός δια την έπανόρθωσιν γενομένης τυχόν αδικίας.
Ο άγιος 'Αμβρόσιος κοσμούμενος με αμφιλαφή θύραθεν και έκκλησιαστικήν μόρφωσιν, διακρινόμενος δε επί αυστηρά ορθοδοξία μετείχε της γενικωτέρας εκκλησιαστικής κινήσεως της εποχής του δίδων την προσήκουσαν κατεύθυνσιν εις αυτήν, μετέσχε δε τω 381 της εν Άκυληΐα Συνόδου καθ’ ην καθηρέθησαν οι άρειανοι επίσκοποι Παλλάδιος και Σεκουδιανός. Τώ 382 προήδρευσε της εν Μεδιολάνοις Συνόδου των επισκόπων της 'Ιταλίας κατά τής αίρέσεως του Άπολιναρίου, έλαβε δε μέρος και εις την εν Ρώμη Σύνοδον την συγκληθείσαν υπό του πάπα Δαμάσου. Τώ 391 μετέσχε της εν Καπύη Συνόδου.
Αι ποιμαντορικαι και λοιπαι απασχολήσεις του Αμβροσίου δεν ημπόδιζον αυτόν να άσχολήται και εις μελετάς επιστημονικάς και να ανάπτυξη αξιόλογον συγγραφικήν δράσιν. Συγγράμματα αυτού είνε: 1) Ομιλίαι είς την εξαήμερον 2) περί παραδείσου· 3) περί Άβελ και Κάιν 4) περί Νώε και της κιβωτού· 5) περί τού πατριάρχου Αβραάμ 6) περί του αγαθου του θανάτου· 7) περί Ιακώβ και της μακάριας ζωής· 8) περί του πατριάρχου 'Ιωσήφ· 9) περί Ήλιου και νηστείας· 10) περί Ναβουθαι και των πτωχών 11) περί Τωβιτ ή κατά τοκιζόντων 12) δύο άπολογίαι του προφ. Δαυΐδ· 13) εξηγήσεις εις τινας ψαλμούς· 14) υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Εύαγγέλιον 15) υπόμνημα είς το ?Ασμα τών Ασμάτων 16) περί καθηκόντων των λειτουργών 17) περί των χηρών 18) περί παρθενίας· 19) προς παρθένον εκπεσούσαν 20) περί των μυστηρίων 21) περί μετανοίας· 22) περί πίστεως· 23) περί του Αγ. Πνεύματος· 24) περί του μυστηρίου τής ενσαρκώσεως του Κυρίου· 25) λόγος περί του θανάτου του αυτοκράτορος Θεοδοσίου.
Σώζονται δε και εννενήκοντα μία επιστολαί του. Απολεσθέντα έργα του είνε· ερμηνείαι εις τον Ησαΐαν και άλλους προφήτας, εις τας Παροιμίας και την Σοφίαν Σολομώντος.
Ο Αμβρόσιος διεκρίθη και ως ρήτωρ εκκλησιαστικός και ως υμνογράφος, πολλοί δε των ύμνων αύτού είνε εν χρήσει εν τη λατρεία της Δυτ. Εκκλησίας.
Ο άγιος 'Αμβρόσιος συνέταξε και τον το πρώτον κατά την βάπτισιν του Ι. Αυγουστίνου ψαλέντα ύμνον «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου ο Θεός ημών», το ολιγόλογον τούτο μεγαλούργημα «το χωρίς φιλολογικά στολίδια και πτωχόν είς λέξεις μεγαλοπρεπείς, αλλ' εν τη άφελεία του ως άλλη έπτάχρους ίρις άπαντα περιλαμβάνον τα είδη των προσευχών, -αίνον, εύλογίαν, εύχαριστίαν, δέησιν- και άπασας έξεικονίζον τας στάσεις της ψυχής ενώπιον του Ποιη-τού αυτής».
Αλλ' οι κόποι, εις ους υπεβάλλετο, ίνα επαρκέση εις την τόσον πολυσχιδή του εργασίαν και ή ασκητική ζωή, ην διήγε, κατέβαλον ταχέως τον Αμβρόσιον και τη 4ην Απριλίου του 397, ήμερα Μεγ. Παρασκευής, μετά αρχιερατείαν 23 πολυπόνων ετών και εις ήλικίαν 57 ετών παρέδωκε το πνεύμα και τη Κυριακή της Αναστάσεως ετάφη. Ό θάνατος του κατελύπησε τους πάντας, ορθοδόξους, αιρετικούς, ιουδαίους και είδωλολάτρας, διότι ύπήρξεν ευεργετικός προς πάντας. Εις την κηδείαν του προσέτρεξαν οι πάντες φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης άποτίοντες προς τον επίσκοπον, ο οποιος ανεδείχθη κοινός πάντων πατήρ. Η Εκκλησία εθρήνησε την απώλειαν του καλού ποιμένος, του σοφού διδασκάλου, του σθεναρού προασπιστού τής ορθοδοξίας, τού θαρραλέου προστάτου των πτωχών και αδικούμενων, του επισκόπου, στις εν τω προσώπω του παρέσχε ζώσαν εικόνα επισκόπου, ως διαγράφει αυτήν ο απ. Παύλος, γράφων προς Τιμόθεον. Η Εκκλησία κατέταξεν αυτόν μεταξύ των αγίων και ώρισεν ημέραν της μνήμης αυτού την 7ην Δεκεμβρίου, ημέραν της εις επίσκοπον προχειρίσεώς του.