ΤΑ ΜΕΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ! ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Επιθυμία είναι να επιμείνουμε λίγο στο θέμα: «Τα μεγαλεία του Θεού», που τόση ωφέλεια προξένησε στις ψυχές των επισκεπτών μας. Αυτή τη φορά θα θέλαμε να αναφερθούμε στη διήγηση των Πράξεων των Αποστόλων (κεφ. 16, στ. 16-34), η οποία αναγνώσθηκε χθες στους Ναούς μας.
Οι Πράξεις των Αποστόλων, είναι ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης, το οποίον, όπως φανερώνει ήδη ο τίτλος του, διηγείται όσα έπραξαν οι Άγιοι Απόστολοι για τη διάδοση του Ευαγγελίου και την σωτηρία του κόσμου αμέσως μετά την αγία Πεντηκοστή.
Στη σημερινή διήγηση το περιστατικό εκτυλίσσεται στην αρχαία πόλη των Φιλίππων της Μακεδονίας μας. Οι άγιοι Απόστολοι Παύλος και Σίλας πορεύονται προς την κατοικία της Λυδίας, μιας νεοφώτιστης γυναικός, της οποίας ο Κύριος «διήνοιξε την καρδίαν».
Στο δρόμο τους συναντήθηκαν τυχαία με μια δούλη, που είχε δαιμονικό μαντικό πνεύμα και με τις μαντείες της απέφερε πολλά κέρδη στα αφεντικά της. Ο Απόστολος Παύλος με ένα του λόγο, επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, πρόσταξε το πονηρό πνεύμα «εξελθείν απ’ αυτής». Έτσι ελευθερώθηκε η ταλαίπωρη γυναίκα. Το γεγονός αυτό -αντί να χαροποιήσει- εξόργισε τα αφεντικά της, επειδή έχασαν τα κέρδη τους. Συνέλαβαν λοιπόν τους αγίους Αποστόλους και τούς οδήγησαν στις Αρχές της πόλεως με την κατηγορία ότι προκαλούν ταραχές στην πόλη και θέλουν να εισαγάγουν νέα ήθη και έθιμα»
Άρχοντες και πλήθος λυντσάρισαν τους αγίους Αποστόλους, έσχισαν τα ρούχα τους, τους ράβδισαν και τους έβαλαν στη φυλακή.
Η διήγηση των Πράξεων απ’ εδώ και πέρα είναι εξόχως συγκινητική! Ο Κύριος με το δικό Του υπερφυσικό –ακατανόητο για τα ανθρώπινα μέτρα - τρόπο έλυσε τα δεσμά των φυλακισμένων αγίων δούλων Του και ...... ( η συνέχεια στο ιερό κείμενο). Όπου Θεός γαρ βούλεται, νικάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται».
Δευτέρα. 2α Ιουνίου 2008, ‘Ωρα 7.30 μ.μ.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
16 Εγένετο δε πορευομένων ημών εις προσευχήν παιδίσκην τινά έχουσαν πνεύμα πύθωνος απαντήσαι ημίν, ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη. 17 αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και τω Σιλα έκραζε λέγουσα· Ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας. 18 τούτο δε εποίει επί πολλάς ημέρας. διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε· Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ' αυτής. και εξήλθεν αυτή τη ώρα. 19 Ιδόντες δε οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών, επιλαβόμενοι τον Παύλον και τον Σιλαν είλκυσαν εις την αγοράν επί τους άρχοντας, 20 και προσαγαγόντες αυτούς τοις στρατηγοίς είπον· Ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν Ιουδαίοι υπάρχοντες, 21 και καταγγέλλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι. 22 και συνεπέστη ο όχλος κατ' αυτών. και οι στρατηγοί περιρρήξαντες αυτών τα ιμάτια εκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε επιθέντες αυτοίς πληγάς έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλαντες τω δεσμοφύλακι ασφαλώς τηρείν αυτούς· 24 ος παραγγελίαν τοιαύτην ειληφώς έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον. 25 Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σιλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν· επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι. 26 άφνω δε σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι τα θεμέλια του δεσμωτηρίου, ανεώχθησάν τε παραχρήμα αι θύραι πάσαι και πάντων τα δεσμά ανέθη. 27 έξυπνος δε γενόμενος ο δεσμοφύλαξ και ιδών ανεωγμένας τας θύρας της φυλακής, σπασάμενος μάχαιραν έμελλεν εαυτόν αναιρείν, νομίζων εκπεφευγέναι τους δεσμίους. 28 εφώνησε δε φωνή μεγάλη ο Παύλος λέγων· Μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν· άπαντες γαρ εσμεν ενθάδε. 29 αιτήσας δε φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος προσέπεσε τω Παύλω και τω Σιλα, 30 και προαγαγών αυτούς έξω έφη· Κυριοι, τι με δει ποιείν ίνα σωθώ; 31 οι δε είπον· Πιστευσον επί τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκός σου. 32 και ελάλησαν αυτώ τον λόγον του Κυρίου και πάσι τοις εν τη οικία αυτού. 33 και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα, 34 αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν, και ηγαλλιάσαντο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεώ".
16 Εγένετο δε πορευομένων ημών εις προσευχήν παιδίσκην τινά έχουσαν πνεύμα πύθωνος απαντήσαι ημίν, ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη. 17 αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και τω Σιλα έκραζε λέγουσα· Ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας. 18 τούτο δε εποίει επί πολλάς ημέρας. διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε· Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ' αυτής. και εξήλθεν αυτή τη ώρα. 19 Ιδόντες δε οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών, επιλαβόμενοι τον Παύλον και τον Σιλαν είλκυσαν εις την αγοράν επί τους άρχοντας, 20 και προσαγαγόντες αυτούς τοις στρατηγοίς είπον· Ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν Ιουδαίοι υπάρχοντες, 21 και καταγγέλλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι. 22 και συνεπέστη ο όχλος κατ' αυτών. και οι στρατηγοί περιρρήξαντες αυτών τα ιμάτια εκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε επιθέντες αυτοίς πληγάς έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλαντες τω δεσμοφύλακι ασφαλώς τηρείν αυτούς· 24 ος παραγγελίαν τοιαύτην ειληφώς έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον. 25 Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σιλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν· επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι. 26 άφνω δε σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι τα θεμέλια του δεσμωτηρίου, ανεώχθησάν τε παραχρήμα αι θύραι πάσαι και πάντων τα δεσμά ανέθη. 27 έξυπνος δε γενόμενος ο δεσμοφύλαξ και ιδών ανεωγμένας τας θύρας της φυλακής, σπασάμενος μάχαιραν έμελλεν εαυτόν αναιρείν, νομίζων εκπεφευγέναι τους δεσμίους. 28 εφώνησε δε φωνή μεγάλη ο Παύλος λέγων· Μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν· άπαντες γαρ εσμεν ενθάδε. 29 αιτήσας δε φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος προσέπεσε τω Παύλω και τω Σιλα, 30 και προαγαγών αυτούς έξω έφη· Κυριοι, τι με δει ποιείν ίνα σωθώ; 31 οι δε είπον· Πιστευσον επί τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση συ και ο οίκός σου. 32 και ελάλησαν αυτώ τον λόγον του Κυρίου και πάσι τοις εν τη οικία αυτού. 33 και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα, 34 αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν, και ηγαλλιάσαντο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεώ".